Anonymous

κομψός: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κομψός:''' -ή, -όν ([[κομέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλοντυμένος]], Λατ. [[comptus]]· απ' όπου, όμορφος [[άνθρωπος]], Λατ. [[bellus]] [[homo]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευπρεπής]], [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], [[φινετσάτος]], [[λεπτός]], εξευγενισμένος, λέγεται για πρόσωπα και τα [[λόγια]] τους, στον ίδ.· κ. [[περί]] τι, [[έξυπνος]] σχετικά με ένα [[ζήτημα]], σε Πλάτ.· λέγεται για το [[ένστικτο]] του σκύλου, [[λεπτός]], [[οξύς]], στον ίδ.· με σκωπτική [[σημασία]], λέγεται για τους Σοφιστές που υπερανέλυαν, διύλιζαν τα πάντα, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ., [[κομψῶς]], κομψά, με [[λεπτότητα]], με [[χάρη]], με [[φινέτσα]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κομψότερον ἔχειν</i>, είμαι καλύτερα στην [[υγεία]] μου, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''κομψός:''' -ή, -όν ([[κομέω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[καλοντυμένος]], Λατ. [[comptus]]· απ' όπου, όμορφος [[άνθρωπος]], Λατ. [[bellus]] [[homo]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευπρεπής]], [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], [[φινετσάτος]], [[λεπτός]], εξευγενισμένος, λέγεται για πρόσωπα και τα [[λόγια]] τους, στον ίδ.· κ. [[περί]] τι, [[έξυπνος]] σχετικά με ένα [[ζήτημα]], σε Πλάτ.· λέγεται για το [[ένστικτο]] του σκύλου, [[λεπτός]], [[οξύς]], στον ίδ.· με σκωπτική [[σημασία]], λέγεται για τους Σοφιστές που υπερανέλυαν, διύλιζαν τα πάντα, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> επίρρ., [[κομψῶς]], κομψά, με [[λεπτότητα]], με [[χάρη]], με [[φινέτσα]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>κομψότερον ἔχειν</i>, είμαι καλύτερα στην [[υγεία]] μου, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''κομψός:''' <b class="num">1)</b> щегольской, нарядный (χλανίσκια Aeschin.);<br /><b class="num">2)</b> изысканный, обходительный, приятный (ἐν συνουσίᾳ Arph.);<br /><b class="num">3)</b> остроумный, тонкий ([[ἀνήρ]], [[μηχανή]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> ловкий, хитрый (σοφίσματα Eur.; [[νόημα]], [[πρᾶγμα]] Arph.; [[ἐχθρός]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> талантливый, искусный (περὶ μουσικήν Plat.; [[ἰατρός]] Arst.);<br /><b class="num">6)</b> изящный, красивый (πόδες Arst.);<br /><b class="num">7)</b> здоровый, бодрый: κομψότερον ἔσχε NT (больному) стало лучше - см. тж. [[κομψόν]].
}}
}}