Anonymous

κομάω: Difference between revisions

From LSJ
1,867 bytes added ,  30 December 2018
5
(T22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κόμω; ([[κόμη]]); to [[let]] the [[hair]] [[grow]], [[have]] [[long]] [[hair]] (cf. [[κόμη]] at the [[end]]): [[Homer]] [[down]].)  
|txtha=κόμω; ([[κόμη]]); to [[let]] the [[hair]] [[grow]], [[have]] [[long]] [[hair]] (cf. [[κόμη]] at the [[end]]): [[Homer]] [[down]].)  
}}
{{lsm
|lsmtext='''κομάω:''' Ιων. -έω, Επικ. μτχ. [[κομόων]]· μέλ. <i>-ήσω</i>· ([[κόμη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]] τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω [[μακριά]] μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κομέειν τὴν κεφαλήν</i>, σε Ηρόδ.· τα [[πρώτα]] χρόνια οι Έλληνες είχαν [[μακριά]] μαλλιά, απ' όπου, [[κάρη]] [[κομόωντες]] Ἀχαιοί, στον Όμηρ. Στη [[Σπάρτη]] συνεχίστηκε αυτή η [[συνήθεια]]. Στην Αθήνα διατηρούσαν [[μακριά]] [[κόμη]] οι νέοι ως το δέκατο όγδοο [[έτος]], όπου [[τότε]] πρόσφεραν τους βοστρύχούς τους σε κάποια [[θεότητα]]· το να έχει [[κάποιος]] [[μακριά]] μαλλιά θεωρούνταν [[ένδειξη]] αριστοκρατικής καταγωγής· απ' όπου,<br /><b class="num">2.</b> <i>κομᾶν</i>, σήμαινε [[καμαρώνω]], [[περηφανεύομαι]], είμαι [[περήφανος]] ή [[αλαζονικός]], όπως το Λατ. cristam tollere, σε Αριστοφ.· [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, στόχευσε στη [[μοναρχία]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπὶ τῷ κομᾷς;</i> για ποιο λόγο περηφανεύεσαι; σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άλογα, <i>χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε</i>, διακοσμημένος με χρυσές χαίτες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., λέγεται για δένδρα και φυτά, έχω [[φύλλωμα]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.
}}
}}