3,277,172
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κομάω:''' Ιων. -έω, Επικ. μτχ. [[κομόων]]· μέλ. <i>-ήσω</i>· ([[κόμη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]] τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω [[μακριά]] μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κομέειν τὴν κεφαλήν</i>, σε Ηρόδ.· τα [[πρώτα]] χρόνια οι Έλληνες είχαν [[μακριά]] μαλλιά, απ' όπου, [[κάρη]] [[κομόωντες]] Ἀχαιοί, στον Όμηρ. Στη [[Σπάρτη]] συνεχίστηκε αυτή η [[συνήθεια]]. Στην Αθήνα διατηρούσαν [[μακριά]] [[κόμη]] οι νέοι ως το δέκατο όγδοο [[έτος]], όπου [[τότε]] πρόσφεραν τους βοστρύχούς τους σε κάποια [[θεότητα]]· το να έχει [[κάποιος]] [[μακριά]] μαλλιά θεωρούνταν [[ένδειξη]] αριστοκρατικής καταγωγής· απ' όπου,<br /><b class="num">2.</b> <i>κομᾶν</i>, σήμαινε [[καμαρώνω]], [[περηφανεύομαι]], είμαι [[περήφανος]] ή [[αλαζονικός]], όπως το Λατ. cristam tollere, σε Αριστοφ.· [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, στόχευσε στη [[μοναρχία]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπὶ τῷ κομᾷς;</i> για ποιο λόγο περηφανεύεσαι; σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άλογα, <i>χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε</i>, διακοσμημένος με χρυσές χαίτες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., λέγεται για δένδρα και φυτά, έχω [[φύλλωμα]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. | |lsmtext='''κομάω:''' Ιων. -έω, Επικ. μτχ. [[κομόων]]· μέλ. <i>-ήσω</i>· ([[κόμη]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αφήνω]] τα μαλλιά να μακρύνουν, έχω [[μακριά]] μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κομέειν τὴν κεφαλήν</i>, σε Ηρόδ.· τα [[πρώτα]] χρόνια οι Έλληνες είχαν [[μακριά]] μαλλιά, απ' όπου, [[κάρη]] [[κομόωντες]] Ἀχαιοί, στον Όμηρ. Στη [[Σπάρτη]] συνεχίστηκε αυτή η [[συνήθεια]]. Στην Αθήνα διατηρούσαν [[μακριά]] [[κόμη]] οι νέοι ως το δέκατο όγδοο [[έτος]], όπου [[τότε]] πρόσφεραν τους βοστρύχούς τους σε κάποια [[θεότητα]]· το να έχει [[κάποιος]] [[μακριά]] μαλλιά θεωρούνταν [[ένδειξη]] αριστοκρατικής καταγωγής· απ' όπου,<br /><b class="num">2.</b> <i>κομᾶν</i>, σήμαινε [[καμαρώνω]], [[περηφανεύομαι]], είμαι [[περήφανος]] ή [[αλαζονικός]], όπως το Λατ. cristam tollere, σε Αριστοφ.· [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, στόχευσε στη [[μοναρχία]], σε Ηρόδ.· <i>ἐπὶ τῷ κομᾷς;</i> για ποιο λόγο περηφανεύεσαι; σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για άλογα, <i>χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε</i>, διακοσμημένος με χρυσές χαίτες, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., λέγεται για δένδρα και φυτά, έχω [[φύλλωμα]], σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κομάω:''' ион. [[κομέω]]<br /><b class="num">1)</b> (эп. part. pl. [[κομόωντες]], dual. κομόωντε) (тж. κ. τὴν κεφαλήν Her., Plut.) отращивать или носить длинные волосы NT: [[Ἄβαντες]] [[κομόωντες]] Hom. длинноволосые абанты; κ. τὰ [[ὀπίσω]] τῆς κεφαλῆς Her. отращивать волосы на затылке; κομῶν καὶ [[αὐχμηρός]] Arst. обросший волосами и неопрятный; ἵππω χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Hom. пара коней с длинными золотыми гривами; μὴ κ. Eur. не отращивать волос, т. е. стричь их в знак скорби (поговорка арх., связанная с тем, что афиняне VI-V вв. до н. э. стригли волосы по достижении возраста ἔφηβοι);<br /><b class="num">2)</b> быть заносчивым, чваниться, зазнаваться: μηδὲν κομήσῃς Arph. не задавайся; ἐπὶ τῷ κομᾷς; Arph. чем ты чванишься?; [[οὗτος]] ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι Her. он (Килон) обнаглел до того, что стал добиваться тираннии;<br /><b class="num">3)</b> быть покрытым растительностью, обрастать, покрываться (ἀσταχύεσσι HH; ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arst.; πεδία κομῶντα Plut.). | |||
}} | }} |