Anonymous

κύμβαχος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κύμβᾰχος:''' -ον ([[κύπτω]]), αυτός που έχει [[κατεύθυνση]] με το [[κεφάλι]], που έρχεται [[κατακέφαλα]], Λατ. ponus, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κορυφή]] περικεφαλαίας, στο ίδ.
|lsmtext='''κύμβᾰχος:''' -ον ([[κύπτω]]), αυτός που έχει [[κατεύθυνση]] με το [[κεφάλι]], που έρχεται [[κατακέφαλα]], Λατ. ponus, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κορυφή]] περικεφαλαίας, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''κύμβᾰχος:''' (падающий) головой вниз: [[ἔκπεσε]] δίφρου κ. Hom. он упал с колесницы вниз головой.<br /><b class="num">II</b> ὁ острие шлема (в которое вставлялся султан) Hom.
}}
}}