3,277,220
edits
(23) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[μακάριος]], -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) [[μάκαρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που απολαμβάνει [[ευτυχία]] και [[γαλήνη]], [[ευτυχής]], [[καλότυχος]] (α. «σὺ δ' εἶ [[μακαρία]] μακάριός θ' ὁ σὸς [[πόσις]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για νεκρό) αυτός που βρήκε τη [[μακαριότητα]], ο [[μακαρίτης]]<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) <i>μακαριότατος</i> και [[μακαριώτατος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τίτλος]] αυτοκράτορα, επισκόπου ή ανώτατου κληρικού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πράος]], [[γαλήνιος]], [[ήρεμος]]<br /><b>2.</b> [[αδιάφορος]], [[αμέριμνος]]<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) [[τίτλος]] τών πατριαρχών, [[εκτός]] από τον οικουμενικό, και τών αρχιεπισκόπων Κύπρου και Αθηνών<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μακάριος]] [[ὕπνος]]» — ο [[θάνατος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μακάριον</i><br />[[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρήκε [[δικαίωση]] με τον θάνατο<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως κλητ. [[προσφώνηση]]) <i>μακάριε</i><br />φίλτατε, αγαπητέ<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ μακάριοι</i><br />οι πλούσιοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακαρίως</i> (Α μακαρίως)<br />με μακάριο τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[ευχαρίστηση]]. | |mltxt=-α, -ο (AM [[μακάριος]], -ία, -ον, Α θηλ. και -ος) [[μάκαρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που απολαμβάνει [[ευτυχία]] και [[γαλήνη]], [[ευτυχής]], [[καλότυχος]] (α. «σὺ δ' εἶ [[μακαρία]] μακάριός θ' ὁ σὸς [[πόσις]]», <b>Ευρ.</b><br />β. «μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για νεκρό) αυτός που βρήκε τη [[μακαριότητα]], ο [[μακαρίτης]]<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) <i>μακαριότατος</i> και [[μακαριώτατος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τίτλος]] αυτοκράτορα, επισκόπου ή ανώτατου κληρικού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πράος]], [[γαλήνιος]], [[ήρεμος]]<br /><b>2.</b> [[αδιάφορος]], [[αμέριμνος]]<br /><b>3.</b> (στον υπερθ.) [[τίτλος]] τών πατριαρχών, [[εκτός]] από τον οικουμενικό, και τών αρχιεπισκόπων Κύπρου και Αθηνών<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μακάριος]] [[ὕπνος]]» — ο [[θάνατος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μακάριον</i><br />[[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρήκε [[δικαίωση]] με τον θάνατο<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως κλητ. [[προσφώνηση]]) <i>μακάριε</i><br />φίλτατε, αγαπητέ<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ μακάριοι</i><br />οι πλούσιοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μακαρίως</i> (Α μακαρίως)<br />με μακάριο τρόπο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[ευχαρίστηση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μᾰκάριος:''' [κᾰ], -α, -ον και -ος, -ον, εκτεταμ. [[τύπος]] του [[μάκαρ]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[καλότυχος]], [[ευτυχισμένος]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· σε προσφωνήσεις, <i>ὦ μακάριε</i>, όπως <i>ὦ θαυμάσιε</i>, [[καλέ]] μου κύριε, αγαπητέ μου κύριε, σε Πλάτ.· με γεν., <i>ὦ μακάριε τῆς τύχης</i>, ευτυχισμένε εσύ για το καλό [[σου]] [[ριζικό]]!, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οἱ μακάριοι</i>, όπως <i>οἱ ὄλβιοι</i>, οι πλούσιοι και πιο μορφωμένοι, σε Πλάτ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ευρ., Αριστοφ. | |||
}} | }} |