Anonymous

μακάριος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾰκάριος:''' [κᾰ], -α, -ον και -ος, -ον, εκτεταμ. [[τύπος]] του [[μάκαρ]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[καλότυχος]], [[ευτυχισμένος]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· σε προσφωνήσεις, <i>ὦ μακάριε</i>, όπως <i>ὦ θαυμάσιε</i>, [[καλέ]] μου κύριε, αγαπητέ μου κύριε, σε Πλάτ.· με γεν., <i>ὦ μακάριε τῆς τύχης</i>, ευτυχισμένε εσύ για το καλό [[σου]] [[ριζικό]]!, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οἱ μακάριοι</i>, όπως <i>οἱ ὄλβιοι</i>, οι πλούσιοι και πιο μορφωμένοι, σε Πλάτ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''μᾰκάριος:''' [κᾰ], -α, -ον και -ος, -ον, εκτεταμ. [[τύπος]] του [[μάκαρ]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για ανθρώπους, [[καλότυχος]], [[ευτυχισμένος]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ.· σε προσφωνήσεις, <i>ὦ μακάριε</i>, όπως <i>ὦ θαυμάσιε</i>, [[καλέ]] μου κύριε, αγαπητέ μου κύριε, σε Πλάτ.· με γεν., <i>ὦ μακάριε τῆς τύχης</i>, ευτυχισμένε εσύ για το καλό [[σου]] [[ριζικό]]!, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> <i>οἱ μακάριοι</i>, όπως <i>οἱ ὄλβιοι</i>, οι πλούσιοι και πιο μορφωμένοι, σε Πλάτ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ίως</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μᾰκάριος:''' (κᾰ)<br /><b class="num">1)</b> блаженный, счастливый (ὁ [[βίος]] Arst.; [[λέχος]] Eur.; οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι NT): μ. τινος Arph. счастливый в чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> благоденствующий, богатый ([[πόλις]] Polyb.): οἱ μακάριοι [[ἄνδρες]] Plat. почтенные люди; (в обращении) ὦ μακάριε! Plat. милый ты мой!;<br /><b class="num">3)</b> euphem. ставший блаженным, т. е. почивший, покойный Plat.
}}
}}