Anonymous

μόριον: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> partie;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> partie du corps, membre ; τὰ μόρια parties de l’homme <i>ou</i> de la femme.<br />'''Étymologie:''' [[μόρος]]¹.
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> partie;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> partie du corps, membre ; τὰ μόρια parties de l’homme <i>ou</i> de la femme.<br />'''Étymologie:''' [[μόρος]]¹.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μόριον:''' τό,<br /><b class="num">1.</b> υποκορ. του [[μόρος]], [[κομμάτι]], [[μερίδιο]], [[απόσπασμα]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.· λέγεται για τμήματα, διαμερίσματα της γης, σε Ηρόδ.· για επιμέρους τμήματα της χώρας, σε Θουκ.· λέγεται για [[στράτευμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μέλος]] συμβουλίου, σε Αριστ.
}}
}}