Anonymous

μόριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόριον''': τό, [[κυρίως]] ὑποκορ. τοῦ [[μόρος]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]], [[μερίς]], Ἡρόδ. 7. 23, Πλάτ., κτλ.· ἐπὶ τμημάτων τῆς σφαίρας, Ἡρόδ. 2. 16· ἐπὶ τῶν μερῶν χώρας, Θουκ. 7. 58· ἐπὶ στρατοῦ, ὁ αὐτ. ἐν 2. 39· ψυχῆς μ. Εὐρ. Ἀνδρ. 541 βραχεῖ μορίῳ τῆς δαπάνης Θουκ. 8. 46· βραχεῖ μ. ἡμέρας ὁ αὐτ. ἐν 1. 85, πρβλ. 141. ΙΙ. [[μέρος]] ἢ [[μέλος]] συστατικόν τινος, [[ὅθεν]] διάφορον τοῦ [[ἁπλῶς]] τοιούτου, εἰς ἃ τὸ [[εἶδος]] διαιρεθείη ἄν... λέγεται μόρια τούτου Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 25, 2· κατὰ [[μόριον]] γιγνόμεναι τέχναι, ἀντίθετ. τῷ περὶ γένος ἕν τι τέλειαι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 4. 1, 1. 2) [[ἐντεῦθεν]], τὰ μέρη ἢ [[μέλη]] σώματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 2· πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] τὸ περὶ ζῴων μορίων, de Partibus Animalium· - ἐν τῷ πληθ., ἰδίως τὰ γεννητικὰ μόρια τοῦ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἀνδρεῖα μόρια Λουκ. Βίων Πρᾶσις 6· τὰ γεννητικὰ μόρια Διόδ. 1. 85· τὰ μόρια Πλούτ. 797F· [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑνικ., μ. ἀνδρὸς γόνιμον [[αὐτόθι]] 323Β· μ. [[γυναικεῖον]] Λουκ. Νεκρικ. Διάλ. 28. 2. 3) ἐπὶ προσώπων, [[μέλος]] συμβουλίου τινός, κτλ., Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 17, πρβλ. 4. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ. [[μόριον]] ἐγκλιτικόν, ἢ [[ἁπλῶς]] [[λεξείδιον]] ἄκλιτον, «Ἴλιόν δε. τὸ δέ, οὐκ ἔστι [[μέρος]] λόγου, ἀλλὰ [[μόριον]]» Μέγ. Ἐτυμολ. 809. 9., 141. 47· - τοῦ λόγου τὰ μόρια, τὰ μέρη τοῦ λόγου, Διον. Ἁλ. V, 7. 11., 31, 8., 64, 18., κτλ., Πλούτ. 2. 731Ε. IV. ἐν τῇ Ἀριθμ., ὁ [[διαιρέτης]] ἀριθμοῦ τινος· [[ὡσαύτως]] [[κλάσμα]].
|lstext='''μόριον''': τό, [[κυρίως]] ὑποκορ. τοῦ [[μόρος]], [[τεμάχιον]], [[μέρος]], [[μερίς]], Ἡρόδ. 7. 23, Πλάτ., κτλ.· ἐπὶ τμημάτων τῆς σφαίρας, Ἡρόδ. 2. 16· ἐπὶ τῶν μερῶν χώρας, Θουκ. 7. 58· ἐπὶ στρατοῦ, ὁ αὐτ. ἐν 2. 39· ψυχῆς μ. Εὐρ. Ἀνδρ. 541 βραχεῖ μορίῳ τῆς δαπάνης Θουκ. 8. 46· βραχεῖ μ. ἡμέρας ὁ αὐτ. ἐν 1. 85, πρβλ. 141. ΙΙ. [[μέρος]] ἢ [[μέλος]] συστατικόν τινος, [[ὅθεν]] διάφορον τοῦ [[ἁπλῶς]] τοιούτου, εἰς ἃ τὸ [[εἶδος]] διαιρεθείη ἄν... λέγεται μόρια τούτου Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 25, 2· κατὰ [[μόριον]] γιγνόμεναι τέχναι, ἀντίθετ. τῷ περὶ γένος ἕν τι τέλειαι, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 4. 1, 1. 2) [[ἐντεῦθεν]], τὰ μέρη ἢ [[μέλη]] σώματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 2· πρβλ. τοῦ [[αὐτοῦ]] τὸ περὶ ζῴων μορίων, de Partibus Animalium· - ἐν τῷ πληθ., ἰδίως τὰ γεννητικὰ μόρια τοῦ ἄρρενος καὶ θήλεος, ἀνδρεῖα μόρια Λουκ. Βίων Πρᾶσις 6· τὰ γεννητικὰ μόρια Διόδ. 1. 85· τὰ μόρια Πλούτ. 797F· [[ὡσαύτως]] καθ’ ἑνικ., μ. ἀνδρὸς γόνιμον [[αὐτόθι]] 323Β· μ. [[γυναικεῖον]] Λουκ. Νεκρικ. Διάλ. 28. 2. 3) ἐπὶ προσώπων, [[μέλος]] συμβουλίου τινός, κτλ., Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11, 17, πρβλ. 4. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ. [[μόριον]] ἐγκλιτικόν, ἢ [[ἁπλῶς]] [[λεξείδιον]] ἄκλιτον, «Ἴλιόν δε. τὸ δέ, οὐκ ἔστι [[μέρος]] λόγου, ἀλλὰ [[μόριον]]» Μέγ. Ἐτυμολ. 809. 9., 141. 47· - τοῦ λόγου τὰ μόρια, τὰ μέρη τοῦ λόγου, Διον. Ἁλ. V, 7. 11., 31, 8., 64, 18., κτλ., Πλούτ. 2. 731Ε. IV. ἐν τῇ Ἀριθμ., ὁ [[διαιρέτης]] ἀριθμοῦ τινος· [[ὡσαύτως]] [[κλάσμα]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> partie;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> partie du corps, membre ; τὰ μόρια parties de l’homme <i>ou</i> de la femme.<br />'''Étymologie:''' [[μόρος]]¹.
}}
}}