Anonymous

μομφή: Difference between revisions

From LSJ
552 bytes added ,  31 December 2018
5
(25)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μομφή]] και [[μόμφις]])<br /><b>1.</b> [[κατηγορία]], [[ψόγος]]<br /><b>2.</b> [[επίπληξη]], [[παρατήρηση]], [[μάλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μομφ</i>- της ρίζας <i>μεμφ</i>- του [[μέμφομαι]]].
|mltxt=η (Α [[μομφή]] και [[μόμφις]])<br /><b>1.</b> [[κατηγορία]], [[ψόγος]]<br /><b>2.</b> [[επίπληξη]], [[παρατήρηση]], [[μάλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>μομφ</i>- της ρίζας <i>μεμφ</i>- του [[μέμφομαι]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μομφή:''' ἡ ([[μέμφομαι]]), [[κατηγορία]], [[ψόγος]], [[επίκριση]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[αίτιο]] ή [[βάση]], [[αφορμή]] για [[επίκριση]], [[παράπονο]], <i>μομφὴν ἔχειν τινί</i>, σε Πίνδ.· ἕν σοι μομφὴν [[ἔχω]], για ένα [[πράγμα]] σε [[κατηγορώ]], σε Ευρ.· μομφὴ ξυνοῦ [[δορός]], για να προασπίσω το κοινό μας [[δόρυ]], σε Σοφ.
}}
}}