Anonymous

μομφή: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μομφή:''' ἡ ([[μέμφομαι]]), [[κατηγορία]], [[ψόγος]], [[επίκριση]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[αίτιο]] ή [[βάση]], [[αφορμή]] για [[επίκριση]], [[παράπονο]], <i>μομφὴν ἔχειν τινί</i>, σε Πίνδ.· ἕν σοι μομφὴν [[ἔχω]], για ένα [[πράγμα]] σε [[κατηγορώ]], σε Ευρ.· μομφὴ ξυνοῦ [[δορός]], για να προασπίσω το κοινό μας [[δόρυ]], σε Σοφ.
|lsmtext='''μομφή:''' ἡ ([[μέμφομαι]]), [[κατηγορία]], [[ψόγος]], [[επίκριση]], σε Πίνδ., Αισχύλ.· [[αίτιο]] ή [[βάση]], [[αφορμή]] για [[επίκριση]], [[παράπονο]], <i>μομφὴν ἔχειν τινί</i>, σε Πίνδ.· ἕν σοι μομφὴν [[ἔχω]], για ένα [[πράγμα]] σε [[κατηγορώ]], σε Ευρ.· μομφὴ ξυνοῦ [[δορός]], για να προασπίσω το κοινό μας [[δόρυ]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μομφή:''' дор. [[μομφά]] ἡ порицание, упрек, жалоба (μομφῆς [[ἄτερ]] θνῄσκειν Aesch.): μομφὴν ἔχειν τινί Pind., Soph., Eur., τινός Soph. и τινὸς [[ἕνεκα]] Arph. жаловаться (негодовать) на кого(что)-л.
}}
}}