Anonymous

μυκτηρίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(26)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μυκτηρίζω]], Α και [[μυκτηριάζω]]) [[μυκτήρ]]<br />[[χλευάζω]], [[περιπαίζω]] κάποιον ζαρώνοντας [[κατά]] κάποιο τρόπο τη [[μύτη]] μου για να δείξω [[περιφρόνηση]] («[[ούτε]] Βαρλαάμ υπάρχει να τους μυκτηρίσει [[ούτε]] Παλαμάς να τους δικαιώσει», Παπαντ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]] από [[αιμορραγία]] της [[μύτης]], τρέχει [[αίμα]] από τη [[μύτη]] μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μυκτηρίζομαι</i><br />απατώμαι, εξαπατώμαι («Θεός οὐ μυκτηρίζεται», ΚΔ).
|mltxt=(ΑΜ [[μυκτηρίζω]], Α και [[μυκτηριάζω]]) [[μυκτήρ]]<br />[[χλευάζω]], [[περιπαίζω]] κάποιον ζαρώνοντας [[κατά]] κάποιο τρόπο τη [[μύτη]] μου για να δείξω [[περιφρόνηση]] («[[ούτε]] Βαρλαάμ υπάρχει να τους μυκτηρίσει [[ούτε]] Παλαμάς να τους δικαιώσει», Παπαντ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πάσχω]] από [[αιμορραγία]] της [[μύτης]], τρέχει [[αίμα]] από τη [[μύτη]] μου<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>μυκτηρίζομαι</i><br />απατώμαι, εξαπατώμαι («Θεός οὐ μυκτηρίζεται», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μυκτηρίζω:''' [[χλευάζω]] στρέφοντας τα ρουθούνια της [[μύτης]] μου, [[σαρκάζω]] — Παθ., είμαι [[αντικείμενο]] εμπαιγμού, με χλευάζουν, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}