3,273,773
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μυκτηρίζω:''' [[χλευάζω]] στρέφοντας τα ρουθούνια της [[μύτης]] μου, [[σαρκάζω]] — Παθ., είμαι [[αντικείμενο]] εμπαιγμού, με χλευάζουν, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''μυκτηρίζω:''' [[χλευάζω]] στρέφοντας τα ρουθούνια της [[μύτης]] μου, [[σαρκάζω]] — Παθ., είμαι [[αντικείμενο]] εμπαιγμού, με χλευάζουν, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μυκτηρίζω:''' насмехаться, издеваться Lys., Sext.; pass. быть предметом насмешек NT. | |||
}} | }} |