Anonymous

μυκτηρίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυκτηρίζω:''' [[χλευάζω]] στρέφοντας τα ρουθούνια της [[μύτης]] μου, [[σαρκάζω]] — Παθ., είμαι [[αντικείμενο]] εμπαιγμού, με χλευάζουν, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''μυκτηρίζω:''' [[χλευάζω]] στρέφοντας τα ρουθούνια της [[μύτης]] μου, [[σαρκάζω]] — Παθ., είμαι [[αντικείμενο]] εμπαιγμού, με χλευάζουν, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''μυκτηρίζω:''' насмехаться, издеваться Lys., Sext.; pass. быть предметом насмешек NT.
}}
}}