3,273,169
edits
(26) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ναυτιλία]] και ιων. τ. ναυτιλίη) [[ναυτίλος]]<br />το [[επάγγελμα]] και το [[έργο]] του ναυτικού, η [[θαλασσοπλοΐα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ναυτική [[επιστήμη]] και η [[τέχνη]] του ναυτικού<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών εμπορικών πλοίων [[μαζί]] με τα πληρώματά τους, το εμπορικό [[ναυτικό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλους]], [[ταξίδι]] διά μέσου θαλάσσης<br /><b>2.</b> [[πλοίο]]. | |mltxt=η (Α [[ναυτιλία]] και ιων. τ. ναυτιλίη) [[ναυτίλος]]<br />το [[επάγγελμα]] και το [[έργο]] του ναυτικού, η [[θαλασσοπλοΐα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η ναυτική [[επιστήμη]] και η [[τέχνη]] του ναυτικού<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών εμπορικών πλοίων [[μαζί]] με τα πληρώματά τους, το εμπορικό [[ναυτικό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλους]], [[ταξίδι]] διά μέσου θαλάσσης<br /><b>2.</b> [[πλοίο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ναυτῐλία:''' ἡ, Ιων. -ίη,<br /><b class="num">I. 1.</b> ναυσιπλοΐα, ναυτιλιακή [[ικανότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> θαλασσινό [[ταξίδι]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[πλοίο]], [[πολύσκαλμος]] [[ναυτιλία]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |