Anonymous

ναυτιλία: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυτῐλία:''' ἡ, Ιων. -ίη,<br /><b class="num">I. 1.</b> ναυσιπλοΐα, ναυτιλιακή [[ικανότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> θαλασσινό [[ταξίδι]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[πλοίο]], [[πολύσκαλμος]] [[ναυτιλία]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ναυτῐλία:''' ἡ, Ιων. -ίη,<br /><b class="num">I. 1.</b> ναυσιπλοΐα, ναυτιλιακή [[ικανότητα]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> θαλασσινό [[ταξίδι]], σε Πίνδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[πλοίο]], [[πολύσκαλμος]] [[ναυτιλία]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυτῐλία:''' эп.-ион. ναυτῐλίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> мореходное искусство, судоходство (ν. καὶ [[κυβερνητική]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> морское путешествие, мореходство: ναυτιλίῃσι ἐπιθέσθαι Her. заняться морскими путешествиями;<br /><b class="num">3)</b> судно, корабль ([[πολύσκαλμος]] Anth.).
}}
}}