Anonymous

ὀπυίω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀπυίω:''' ή [[ὀπύω]], μέλ. <i>ὀπύσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> Ενεργ., λέγεται για άντρα, [[συνάπτω]] γάμο, νυμφεύομαι, [[λαμβάνω]] ως σύζυγο, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., λέγεται για [[γυναίκα]], παντρεύομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὀπυίω:''' ή [[ὀπύω]], μέλ. <i>ὀπύσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> Ενεργ., λέγεται για άντρα, [[συνάπτω]] γάμο, νυμφεύομαι, [[λαμβάνω]] ως σύζυγο, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., λέγεται για [[γυναίκα]], παντρεύομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπυίω:''' атт. [[ὀπύω]] (impf. [[ὤπυιον]] - эп. тж. [[ὄπυιον]]; эп. inf. [[ὀπυιέμεν]] или [[ὀπυιέμεναι]])<br /><b class="num">1)</b> жениться, брать в жены (πρεσβυτάτην θυγατρῶν Hom.); pass. выходить замуж Hom., Plut., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> быть женатым: οἱ ὀπυίοντες Hom. женатые;<br /><b class="num">3)</b> поздн. (act. - о мужчине, pass. - о женщине) предаваться распутству Luc., Anth.
}}
}}