παραπράσσω: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. παραπράττω και ιων. τ. παραπρήσσω Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] που βρίσκεται έξω από τον κύριο στόχο μου<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] σε μια [[πράξη]], [[συμπράττω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] άδικα, [[ιδίως]] [[εισπράττω]] χρήματα [[κατά]] τρόπο άδικο ή παράνομο.
|mltxt=και αττ. τ. παραπράττω και ιων. τ. παραπρήσσω Α<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] που βρίσκεται έξω από τον κύριο στόχο μου<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] σε μια [[πράξη]], [[συμπράττω]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] άδικα, [[ιδίως]] [[εισπράττω]] χρήματα [[κατά]] τρόπο άδικο ή παράνομο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]], μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] [[εκτός]] ή πέρα από τον κύριο σκοπό μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοηθώ]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Σοφ.
}}
}}