Anonymous

παραπράσσω: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]], μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] [[εκτός]] ή πέρα από τον κύριο σκοπό μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοηθώ]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Σοφ.
|lsmtext='''παραπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]], μέλ. <i>-ξω</i>·<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] [[εκτός]] ή πέρα από τον κύριο σκοπό μου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοηθώ]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραπράσσω:''' атт. [[παραπράττω]], ион. [[παραπρήσσω]]<br /><b class="num">1)</b> заниматься посторонними делами: εἰ μὴ παρέπρηξε [[μηδέν]] Her. если бы (Дорией) ни в чем не уклонился от основной цели (своего похода);<br /><b class="num">2)</b> содействовать, соучаствовать (μηδενὸς [[ἄλλου]] παραπράξαντος Soph.);<br /><b class="num">3)</b> взыскивать (поборы) сверх положенного, незаконно облагать Plut.
}}
}}