Anonymous

πεδητής: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεδητής:''' -οῦ, ὁ ([[πεδάω]]), αυτός που δημιουργεί εμπόδια, σε Ανθ.
|lsmtext='''πεδητής:''' -οῦ, ὁ ([[πεδάω]]), αυτός που δημιουργεί εμπόδια, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πεδητής:''' дор. [[πεδητάς]], οῦ adj. m сковывающий, удерживающий ([[λίθος]] Anth.).
}}
}}