Anonymous

περιωπή: Difference between revisions

From LSJ
6
(32)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />ψηλό [[μέρος]] με ανοιχτή θέα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξέχουσα [[θέση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[άνθρωπος]] [[[επιστήμονας]], [[ειδικός]] κ.λπ.] [[περιωπής]]» ή «υψηλής [[περιωπής]]» — [[άνθρωπος]] [[[επιστήμονας]], [[ειδικός]] κ.λπ.] [[μεγάλης]] αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής<br /><b>3.</b> «από [[περιωπής]]»<br />i) αφ' υψηλού, με [[περιφρόνηση]]<br />ii) [[χωρίς]] [[προκατάληψη]], αντικειμενικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το ύψος, η [[ανωτερότητα]] της πνευματικής ζωής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσοχή]], [[σύνεση]]<br /><b>2.</b> [[μελέτη]], προσεκτική [[σκέψη]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὠπή</i> «[[πρόσωπο]], θέα», τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωπ</i>- της ρίζας <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> [[επωπή]])].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br />ψηλό [[μέρος]] με ανοιχτή θέα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> εξέχουσα [[θέση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[άνθρωπος]] [[[επιστήμονας]], [[ειδικός]] κ.λπ.] [[περιωπής]]» ή «υψηλής [[περιωπής]]» — [[άνθρωπος]] [[[επιστήμονας]], [[ειδικός]] κ.λπ.] [[μεγάλης]] αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής<br /><b>3.</b> «από [[περιωπής]]»<br />i) αφ' υψηλού, με [[περιφρόνηση]]<br />ii) [[χωρίς]] [[προκατάληψη]], αντικειμενικά<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το ύψος, η [[ανωτερότητα]] της πνευματικής ζωής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσοχή]], [[σύνεση]]<br /><b>2.</b> [[μελέτη]], προσεκτική [[σκέψη]] για [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ὠπή</i> «[[πρόσωπο]], θέα», τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη [[βαθμίδα]] <i>ωπ</i>- της ρίζας <i>οπ</i>- του [[ὄπωπα]] (<b>πρβλ.</b> [[επωπή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιωπή:''' ἡ (ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> [[τόπος]] από τον οποιο βλέπει [[κανείς]] [[μακριά]] ή σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], σε Όμηρ.· <i>ἐκπεριωπῆς</i>, από [[ψηλά]], από τη [[θέση]] που βλέπει ένα πουλί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περίσκεψη]], <i>πολλὴν περιωπήν τινος ποιεῖσθαι</i>, [[δείχνω]] υπερβολική [[προσοχή]] σε κάποιο [[πράγμα]], σε Θουκ.
}}
}}