Anonymous

περιωπή: Difference between revisions

From LSJ
3b
(6)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιωπή:''' ἡ (ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> [[τόπος]] από τον οποιο βλέπει [[κανείς]] [[μακριά]] ή σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], σε Όμηρ.· <i>ἐκπεριωπῆς</i>, από [[ψηλά]], από τη [[θέση]] που βλέπει ένα πουλί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περίσκεψη]], <i>πολλὴν περιωπήν τινος ποιεῖσθαι</i>, [[δείχνω]] υπερβολική [[προσοχή]] σε κάποιο [[πράγμα]], σε Θουκ.
|lsmtext='''περιωπή:''' ἡ (ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> [[τόπος]] από τον οποιο βλέπει [[κανείς]] [[μακριά]] ή σε [[μεγάλη]] [[απόσταση]], σε Όμηρ.· <i>ἐκπεριωπῆς</i>, από [[ψηλά]], από τη [[θέση]] που βλέπει ένα πουλί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[περίσκεψη]], <i>πολλὴν περιωπήν τινος ποιεῖσθαι</i>, [[δείχνω]] υπερβολική [[προσοχή]] σε κάποιο [[πράγμα]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιωπή:''' ἡ<b class="num">1)</b> наблюдательный пункт, возвышенное место Hom., Plat.: ἐκ περιωπῆς ἑωρακώς Luc. осматривая с наблюдательного пункта;<br /><b class="num">2)</b> досл. обозревание, осмотр, перен. осмотрительность: πολλὴν περιωπήν τινος ποιεῖσθαι Thuc. чрезвычайно осмотрительно действовать в чем-л.
}}
}}