3,276,932
edits
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιουσία:''' ἡ, ([[περί]]-ειμι, Λατ. [[supersum]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που βρίσκεται πέρα και πάνω από τα απαραίτητα έξοδα, [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]], [[αφθονία]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., [[αφθονία]], [[πλούτος]], [[περιουσία]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀπὸ περιουσίας</i>, με [[αφθονία]] σε άλλα μέσα, Λατ. ex abundanti, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>εἰς περιουσίαν</i>, έτσι ώστε να προκύψει όφελος, σε Δημ.· <i>ἐκ περιουσίας</i>, σε [[αφθονία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπεροχή]] σε αριθμό ή [[δύναμη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[διάσωση]] κάποιου, [[επιβίωση]], τίς [[οὖν]] ἡ [[ταύτης]] [[περιουσία]]; ποια είναι η [[πιθανότητα]] σωτηρίας; σε Δημ. | |lsmtext='''περιουσία:''' ἡ, ([[περί]]-ειμι, Λατ. [[supersum]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που βρίσκεται πέρα και πάνω από τα απαραίτητα έξοδα, [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]], [[αφθονία]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> απόλ., [[αφθονία]], [[πλούτος]], [[περιουσία]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἀπὸ περιουσίας</i>, με [[αφθονία]] σε άλλα μέσα, Λατ. ex abundanti, σε Θουκ. κ.λπ.· <i>εἰς περιουσίαν</i>, έτσι ώστε να προκύψει όφελος, σε Δημ.· <i>ἐκ περιουσίας</i>, σε [[αφθονία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[υπεροχή]] σε αριθμό ή [[δύναμη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[διάσωση]] κάποιου, [[επιβίωση]], τίς [[οὖν]] ἡ [[ταύτης]] [[περιουσία]]; ποια είναι η [[πιθανότητα]] σωτηρίας; σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιουσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> избыток, изобилие, достаток (χρημάτων, [[νεῶν]] Thuc.): αἰσχύνης περιουσίᾳ Plat. из-за чрезмерной робости; π. [[ἐάν]] μοι ᾖ τοῦ [[ὕδατος]] Dem. если у меня достаточно воды (в клепсидре), т. е. если хватит мне регламента; π. πονηρίας Dem. необычайная порочность; ἀπὸ περιουσίας Thuc. при наличии достаточных средств; ἐκ περιουσίας Xen., Plat. etc. в изобилии, тж. от изобилия (времени), от нечего делать;<br /><b class="num">2)</b> обогащение, прибыль, выгода: εἰς περιουσίαν Dem. для (собственного) обогащения; ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Plat. из всего извлекать прибыль;<br /><b class="num">3)</b> преобладание (над противником), превосходство Thuc., Diod. | |||
}} | }} |