Anonymous

προαγορεύω: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[αγορεύω]]<br /><b>1.</b> λέω ή [[διακηρύσσω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]], εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[συμβουλεύω]] εκ τών προτέρων, [[νουθετώ]] («πολλοῑς προαγορεύειν τὰ μὲν ποιεῑν, τὰ δὲ μὴ ποιεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[προλέγω]], [[προφητεύω]]<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για κήρυκα ή [[δημόσιο]] υπάλληλο) [[αγγέλλω]], [[κηρύσσω]] [[κάτι]] ενώπιον όλων, δημοσίως<br /><b>5.</b> [[παραγγέλλω]], [[διατάζω]] [[κάτι]] δημοσίως («ταῡτα δὲ ἐποίεέ τε καὶ προηγόρευε Θρασύβουλος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δηλώνω]] σε άτομα καταδικασμένα για φόνο ότι έχουν αποκλειστεί από την [[κοινωνία]], ότι έχουν χάσει τα κοινωνικά τους δικαιώματα («προαγορεύειν εἴργεσθαι τῶν νομίμων», Αντιφ.)<br /><b>7.</b> [[παραγγέλλω]] σε αυτούς που πρόκειται να δικαστούν να εμφανιστούν ενώπιον τών δικαστών<br /><b>8.</b> (σχετικά με επιχειρήματα) [[υποβάλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[προαγορεύω]] [τινὶ] μή» (με απαρμφ.) [[απαγορεύω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]].
|mltxt=Α [[αγορεύω]]<br /><b>1.</b> λέω ή [[διακηρύσσω]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]], εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[συμβουλεύω]] εκ τών προτέρων, [[νουθετώ]] («πολλοῑς προαγορεύειν τὰ μὲν ποιεῑν, τὰ δὲ μὴ ποιεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[προλέγω]], [[προφητεύω]]<br /><b>4.</b> ([[ιδίως]] για κήρυκα ή [[δημόσιο]] υπάλληλο) [[αγγέλλω]], [[κηρύσσω]] [[κάτι]] ενώπιον όλων, δημοσίως<br /><b>5.</b> [[παραγγέλλω]], [[διατάζω]] [[κάτι]] δημοσίως («ταῡτα δὲ ἐποίεέ τε καὶ προηγόρευε Θρασύβουλος», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>6.</b> [[δηλώνω]] σε άτομα καταδικασμένα για φόνο ότι έχουν αποκλειστεί από την [[κοινωνία]], ότι έχουν χάσει τα κοινωνικά τους δικαιώματα («προαγορεύειν εἴργεσθαι τῶν νομίμων», Αντιφ.)<br /><b>7.</b> [[παραγγέλλω]] σε αυτούς που πρόκειται να δικαστούν να εμφανιστούν ενώπιον τών δικαστών<br /><b>8.</b> (σχετικά με επιχειρήματα) [[υποβάλλω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «[[προαγορεύω]] [τινὶ] μή» (με απαρμφ.) [[απαγορεύω]] σε κάποιον να κάνει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προᾰγορεύω:''' αόρ. αʹ <i>-ηγόρευσα</i>, παρακ. <i>-ηγόρευκα</i> ([[αλλά]], Αττ. μέλ. <i>προερῶ</i>, αόρ. [[προεῖπον]], παρακ. [[προείρηκα]]) — Παθ. <i>-εύσομαι</i> (σε Μέσ. τύπο), παρακ. <i>-ηγόρευμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέω από [[πριν]], σε Θουκ.· με απαρ., λέω ή [[δηλώνω]] εκ των προτέρων ότι..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[προαγορεύω]] [[ὅτι]]..., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προλέγω]], [[προφητεύω]], <i>τὸ [[μέλλον]]</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μιλώ]] ενώπιον όλων, [[διακηρύσσω]], [[δηλώνω]] ή [[κηρύττω]] δημοσίως, σε Ηρόδ., Θουκ.· έχω προδηλώσει με κήρυκα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[παραγγέλλω]], [[διατάσσω]] δημοσίως, [[προαγορεύω]] [[ὑμῖν]] [[παρεῖναι]], στον ίδ.· [[προαγορεύω]] τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, [[απαγορεύω]] στους πολίτες να κινηθούν, σε Πλάτ. — Παθ., <i>γυμνάζεσθαι προαγορεύεται ἅπασι</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ προηγορευμένα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανακοινώνω]], [[κοινοποιώ]], σε Πλάτ.
}}
}}