3,277,719
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προᾰγορεύω:''' αόρ. αʹ <i>-ηγόρευσα</i>, παρακ. <i>-ηγόρευκα</i> ([[αλλά]], Αττ. μέλ. <i>προερῶ</i>, αόρ. [[προεῖπον]], παρακ. [[προείρηκα]]) — Παθ. <i>-εύσομαι</i> (σε Μέσ. τύπο), παρακ. <i>-ηγόρευμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέω από [[πριν]], σε Θουκ.· με απαρ., λέω ή [[δηλώνω]] εκ των προτέρων ότι..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[προαγορεύω]] [[ὅτι]]..., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προλέγω]], [[προφητεύω]], <i>τὸ [[μέλλον]]</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μιλώ]] ενώπιον όλων, [[διακηρύσσω]], [[δηλώνω]] ή [[κηρύττω]] δημοσίως, σε Ηρόδ., Θουκ.· έχω προδηλώσει με κήρυκα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[παραγγέλλω]], [[διατάσσω]] δημοσίως, [[προαγορεύω]] [[ὑμῖν]] [[παρεῖναι]], στον ίδ.· [[προαγορεύω]] τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, [[απαγορεύω]] στους πολίτες να κινηθούν, σε Πλάτ. — Παθ., <i>γυμνάζεσθαι προαγορεύεται ἅπασι</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ προηγορευμένα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανακοινώνω]], [[κοινοποιώ]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''προᾰγορεύω:''' αόρ. αʹ <i>-ηγόρευσα</i>, παρακ. <i>-ηγόρευκα</i> ([[αλλά]], Αττ. μέλ. <i>προερῶ</i>, αόρ. [[προεῖπον]], παρακ. [[προείρηκα]]) — Παθ. <i>-εύσομαι</i> (σε Μέσ. τύπο), παρακ. <i>-ηγόρευμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέω από [[πριν]], σε Θουκ.· με απαρ., λέω ή [[δηλώνω]] εκ των προτέρων ότι..., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[προαγορεύω]] [[ὅτι]]..., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προλέγω]], [[προφητεύω]], <i>τὸ [[μέλλον]]</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μιλώ]] ενώπιον όλων, [[διακηρύσσω]], [[δηλώνω]] ή [[κηρύττω]] δημοσίως, σε Ηρόδ., Θουκ.· έχω προδηλώσει με κήρυκα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[παραγγέλλω]], [[διατάσσω]] δημοσίως, [[προαγορεύω]] [[ὑμῖν]] [[παρεῖναι]], στον ίδ.· [[προαγορεύω]] τοῖς πολίταις μὴ κινεῖν, [[απαγορεύω]] στους πολίτες να κινηθούν, σε Πλάτ. — Παθ., <i>γυμνάζεσθαι προαγορεύεται ἅπασι</i>, σε Ξεν.· <i>τὰ προηγορευμένα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ανακοινώνω]], [[κοινοποιώ]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-αγορεύω van tevoren zeggen, met acc. en dat.:; ἡμῖν... μηδὲν τοιοῦτον προαγορεύῃ ἐν ἀρχῇ τῶν νόμων; moet hij ons niets dergelijks van tevoren bij de inleiding van de wetten zeggen? Plat. Lg. 719e; voorspellen, met AcI:. προηγόρευε … μεγάλην ἀρχὴν αὐτὸν καταλύσειν hij voorspelde dat hij een groot rijk zou vernietigen Hdt. 1.91.4. openlijk bekendmaken, publiekelijk afkondigen:; πόλεμόν π. de oorlog verklaren Thuc. 1.131.1; publiekelijk opdracht geven, bevelen, waarschuwen (om iets wel of niet te doen), met μή:; προαγορεύουσι τοῖς πολίταις τὴν... κατάστασιν τῆς πόλεως ὅλην μὴ κινεῖν zij waarschuwen de burgers dat zij de inrichting van de stad niet als geheel mogen\n verstoren Plat. Resp. 426b; ptc. subst..; τὰ προαγορευόμενα de opdrachten Xen. Mem. 1.2.33; jur. aanzeggen, gelasten:. τοῖς ἄλλοις βαρβάροις εἴργεσθαι τῶν ἱερῶν ὥσπερ τοῖς ἀνδροφόνοις προαγορεύουσιν zij gelasten de andere barbaren net als de moordenaars, dat zij uitgesloten zijn\n van de heilige riten Isocr. 4.157. | |||
}} | }} |