Anonymous

πολιός: Difference between revisions

From LSJ
1,225 bytes added ,  31 December 2018
6
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -ό / [[πολιός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και -ος, ανωμ. τ. θηλ. [[πολιάς]], -[[άδος]], Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[τρίχες]]) [[υπόλευκος]], [[φαιός]], ασπριδερός, [[ψαρός]], [[γκρίζος]] («ἕσσατο δ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές [[τρίχες]] («τὸν μὲν οὖν Παρμενίδην εὖ [[μάλα]] δὴ πρεσβύτην [[εἶναι]] [[σφόδρα]] πολιόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για την αφρίζουσα [[θάλασσα]]) [[τελείως]] [[λευκός]], [[ολόλευκος]], [[κάτασπρος]]<br /><b>2.</b> [[σεβάσμιος]] λόγω ηλικίας<br /><b>3.</b> [[παλαιός]], [[αρχαίος]] («κληδὼν ἐν πολιαῑσι μένει φάμαις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>5.</b> (για την [[ατμόσφαιρα]]) [[διαυγής]], [[καθαρός]] («πᾷ φύγω, ξέναι, πολιὸν αἰθέρ' ἀμπτάμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ πολιαί</i><br />οι άσπρες [[τρίχες]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «πολιὰ [[γαστήρ]]»<br />(ως [[σαρκασμός]]) γεροντική [[κοιλιά]]<br />β) «πολιὸν [[δάκρυον]]» — τα δάκρυα τών γερόντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πολιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πολιFος</i>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>pel</i>- «[[γκρίζος]], [[φαιός]]» (<b>πρβλ.</b> [[πελιός]], [[πελιδνός]]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ιFoς</i>, όπως και άλλα επίθ. που δηλώνουν [[χρώμα]] (<b>πρβλ.</b> [[βαλιός]], [[πελιός]]). Την ύπαρξη -<i>F</i>- στο επίθ. [[πολιός]] αποδεικνύουν και οι μυκηναϊκοί τ. <i>poriwa</i>, <i>poriwo</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πολιότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολιά]], [[πολιάζω]], [[πολιαίνομαι]], [[πόλιον]], [[πολιώ]], [[πολιώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πολιόθριξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολιοειδής]], [[πολιόκρανος]], [[πολιοκρόταφος]], [[πολιοπλόκαμος]], [[πολιόσφυρος]], [[πολιότριχος]], [[πολιούχος]], [[πολιοφάγος]], [[πολιόχρως]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πολιοκόρσης]], [[πολιοπώγων]], [[πολιοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>πολιοεγκεφαλίτιδα</i><br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επιπόλιος]], [[μεσοπόλιος]], [[μιξοπόλιος]], [[ολιγοπόλιος]], [[προπόλιος]], [[σπαρτοπόλιος]], [[υποπόλιος]]].
|mltxt=-ά, -ό / [[πολιός]], -ά, -όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και -ος, ανωμ. τ. θηλ. [[πολιάς]], -[[άδος]], Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για [[τρίχες]]) [[υπόλευκος]], [[φαιός]], ασπριδερός, [[ψαρός]], [[γκρίζος]] («ἕσσατο δ' ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές [[τρίχες]] («τὸν μὲν οὖν Παρμενίδην εὖ [[μάλα]] δὴ πρεσβύτην [[εἶναι]] [[σφόδρα]] πολιόν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για την αφρίζουσα [[θάλασσα]]) [[τελείως]] [[λευκός]], [[ολόλευκος]], [[κάτασπρος]]<br /><b>2.</b> [[σεβάσμιος]] λόγω ηλικίας<br /><b>3.</b> [[παλαιός]], [[αρχαίος]] («κληδὼν ἐν πολιαῑσι μένει φάμαις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[λαμπρός]], [[φωτεινός]]<br /><b>5.</b> (για την [[ατμόσφαιρα]]) [[διαυγής]], [[καθαρός]] («πᾷ φύγω, ξέναι, πολιὸν αἰθέρ' ἀμπτάμενος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ πολιαί</i><br />οι άσπρες [[τρίχες]]<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «πολιὰ [[γαστήρ]]»<br />(ως [[σαρκασμός]]) γεροντική [[κοιλιά]]<br />β) «πολιὸν [[δάκρυον]]» — τα δάκρυα τών γερόντων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πολιός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πολιFος</i>) ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>pel</i>- «[[γκρίζος]], [[φαιός]]» (<b>πρβλ.</b> [[πελιός]], [[πελιδνός]]) και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ιFoς</i>, όπως και άλλα επίθ. που δηλώνουν [[χρώμα]] (<b>πρβλ.</b> [[βαλιός]], [[πελιός]]). Την ύπαρξη -<i>F</i>- στο επίθ. [[πολιός]] αποδεικνύουν και οι μυκηναϊκοί τ. <i>poriwa</i>, <i>poriwo</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πολιότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολιά]], [[πολιάζω]], [[πολιαίνομαι]], [[πόλιον]], [[πολιώ]], [[πολιώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πολιόθριξ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολιοειδής]], [[πολιόκρανος]], [[πολιοκρόταφος]], [[πολιοπλόκαμος]], [[πολιόσφυρος]], [[πολιότριχος]], [[πολιούχος]], [[πολιοφάγος]], [[πολιόχρως]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πολιοκόρσης]], [[πολιοπώγων]], [[πολιοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>πολιοεγκεφαλίτιδα</i><br />(Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[επιπόλιος]], [[μεσοπόλιος]], [[μιξοπόλιος]], [[ολιγοπόλιος]], [[προπόλιος]], [[σπαρτοπόλιος]], [[υποπόλιος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολιός:''' -ά, -όν και -ός, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γκρίζος]], σταχτόχρωμος, [[ψαρός]], λέγεται για τους λύκους, για τον σίδηρο, για τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Ιλ. <b>2. α)</b> [[κυρίως]] λέγεται για τα μαλλιά, [[γκρίζος]] ή [[ψαρομάλλης]] λόγω ηλικίας, σε Όμηρ.· <i>πολιοί</i>, γκριζομάλληδες άντρες, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., <i>αἱ πολιαί</i> (ενν. [[τρίχες]]), σε Πίνδ.· [[ἅμα]] ταῖς πολιαῖς κατιούσαις, [[καθώς]] τα γκρίζα μαλλιά κατέβαιναν (δηλ. από τους κροτάφους στο [[πηγούνι]]), σε Αριστοφ.· πολιὸν [[δάκρυον]] ἐμβαλών, το [[δάκρυ]] ενός γέροντα, σε Ευρ. <b>β)</b> μεταφ., γκριζομάλλης, [[σεβάσμιος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[λευκός]], [[φωτεινός]], [[λαμπρός]], [[καθαρός]], [[γαλήνιος]], σε Ησίοδ., Ευρ.
}}
}}