Anonymous

πολιός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολιός:''' -ά, -όν και -ός, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γκρίζος]], σταχτόχρωμος, [[ψαρός]], λέγεται για τους λύκους, για τον σίδηρο, για τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Ιλ. <b>2. α)</b> [[κυρίως]] λέγεται για τα μαλλιά, [[γκρίζος]] ή [[ψαρομάλλης]] λόγω ηλικίας, σε Όμηρ.· <i>πολιοί</i>, γκριζομάλληδες άντρες, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., <i>αἱ πολιαί</i> (ενν. [[τρίχες]]), σε Πίνδ.· [[ἅμα]] ταῖς πολιαῖς κατιούσαις, [[καθώς]] τα γκρίζα μαλλιά κατέβαιναν (δηλ. από τους κροτάφους στο [[πηγούνι]]), σε Αριστοφ.· πολιὸν [[δάκρυον]] ἐμβαλών, το [[δάκρυ]] ενός γέροντα, σε Ευρ. <b>β)</b> μεταφ., γκριζομάλλης, [[σεβάσμιος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[λευκός]], [[φωτεινός]], [[λαμπρός]], [[καθαρός]], [[γαλήνιος]], σε Ησίοδ., Ευρ.
|lsmtext='''πολιός:''' -ά, -όν και -ός, -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γκρίζος]], σταχτόχρωμος, [[ψαρός]], λέγεται για τους λύκους, για τον σίδηρο, για τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Ιλ. <b>2. α)</b> [[κυρίως]] λέγεται για τα μαλλιά, [[γκρίζος]] ή [[ψαρομάλλης]] λόγω ηλικίας, σε Όμηρ.· <i>πολιοί</i>, γκριζομάλληδες άντρες, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· απόλ., <i>αἱ πολιαί</i> (ενν. [[τρίχες]]), σε Πίνδ.· [[ἅμα]] ταῖς πολιαῖς κατιούσαις, [[καθώς]] τα γκρίζα μαλλιά κατέβαιναν (δηλ. από τους κροτάφους στο [[πηγούνι]]), σε Αριστοφ.· πολιὸν [[δάκρυον]] ἐμβαλών, το [[δάκρυ]] ενός γέροντα, σε Ευρ. <b>β)</b> μεταφ., γκριζομάλλης, [[σεβάσμιος]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> όπως το [[λευκός]], [[φωτεινός]], [[λαμπρός]], [[καθαρός]], [[γαλήνιος]], σε Ησίοδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολιός:''' <b class="num">II</b> ὁ старик, старец Hom.<br />и<br /><b class="num">1)</b> седой ([[κεφαλή]] Hom.; [[χαίτη]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> седовласый (ματέρες Soph.);<br /><b class="num">3)</b> покрытый (седой) пеной, вспененный (ἅλς Hom.; [[πέλαγος]] Arph.);<br /><b class="num">4)</b> старый, древний ([[νόμος]] Aesch.; [[μάθημα]] Plat.);<br /><b class="num">5)</b> старческий (σώματα Plat.; [[δάκρυον]] Eur.);<br /><b class="num">6)</b> серый ([[λύκος]] Hom.);<br /><b class="num">7)</b> блестящий, светлый ([[σίδηρος]] Hom.; [[χαλκός]] Pind.);<br /><b class="num">8)</b> сияющий, лучезарный ([[ἔαρ]] Hes.; [[αἰθήρ]] Eur.).
}}
}}