3,274,447
edits
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προκατέχω:''' μτχ. -[[καθέξω]], [[κατέχω]] ή [[κερδίζω]] [[θέση]] εκ των προτέρων, [[προκαταλαμβάνω]], σε Θουκ., Ξεν. — Μέσ., [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου από [[πριν]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''προκατέχω:''' μτχ. -[[καθέξω]], [[κατέχω]] ή [[κερδίζω]] [[θέση]] εκ των προτέρων, [[προκαταλαμβάνω]], σε Θουκ., Ξεν. — Μέσ., [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου από [[πριν]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκατέχω:''' <b class="num">1)</b> med. держать перед собой (καλύπτρην [[χερσί]] HH);<br /><b class="num">2)</b> раньше занимать, захватывать (τὴν πόλιν Thuc.; τὴν ἄκραν Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> перен. завладевать, приковывать (χάρισι καὶ σπουδαῖς τινα Plut.): προκατεσχῆσθαί τινι πρός τινα Polyb. быть связанным в силу чего-л. с кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> превосходить (ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς [[δόξαις]] Polyb.). | |||
}} | }} |