Anonymous

προκατέχω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκατέχω:''' μτχ. -[[καθέξω]], [[κατέχω]] ή [[κερδίζω]] [[θέση]] εκ των προτέρων, [[προκαταλαμβάνω]], σε Θουκ., Ξεν. — Μέσ., [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου από [[πριν]], σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''προκατέχω:''' μτχ. -[[καθέξω]], [[κατέχω]] ή [[κερδίζω]] [[θέση]] εκ των προτέρων, [[προκαταλαμβάνω]], σε Θουκ., Ξεν. — Μέσ., [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] μου από [[πριν]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''προκατέχω:''' <b class="num">1)</b> med. держать перед собой (καλύπτρην [[χερσί]] HH);<br /><b class="num">2)</b> раньше занимать, захватывать (τὴν πόλιν Thuc.; τὴν ἄκραν Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> перен. завладевать, приковывать (χάρισι καὶ σπουδαῖς τινα Plut.): προκατεσχῆσθαί τινι πρός τινα Polyb. быть связанным в силу чего-л. с кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> превосходить (ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς [[δόξαις]] Polyb.).
}}
}}