Anonymous

προσκαίω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. προσκάω Α [[καίω]]<br /><b>1.</b> [[αναφλέγω]], [[καίω]] επί [[πλέον]] («ἐν τοῑς ἑψομένοις προσκάει τὸ πλεῑον πῡρ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προσκαίομαί τινι»<br /><b>μτφ.</b> διακαίομαι από έρωτα για κάποιον («ἐκείνῳ [[τότε]] ἰσχυρῶς προσεκαύθη», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=και αττ. τ. προσκάω Α [[καίω]]<br /><b>1.</b> [[αναφλέγω]], [[καίω]] επί [[πλέον]] («ἐν τοῑς ἑψομένοις προσκάει τὸ πλεῑον πῡρ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προσκαίομαί τινι»<br /><b>μτφ.</b> διακαίομαι από έρωτα για κάποιον («ἐκείνῳ [[τότε]] ἰσχυρῶς προσεκαύθη», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσκαίω:''' Αττ. -κάω, μέλ. -[[καύσω]]· [[ρίχνω]] στη [[φωτιά]] ή [[καίω]] [[επιπλέον]] — Παθ., <i>σκεύηπροσκεκαυμένα</i>, που κάηκαν στη [[φωτιά]], «ψημένα», σε Αριστοφ.· μεταφ. <i>προσκαίεσθαί τινι</i>, καίγομαι από έρωτα, σε Ξεν.
}}
}}