Anonymous

προσκαίω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσκαίω:''' Αττ. -κάω, μέλ. -[[καύσω]]· [[ρίχνω]] στη [[φωτιά]] ή [[καίω]] [[επιπλέον]] — Παθ., <i>σκεύηπροσκεκαυμένα</i>, που κάηκαν στη [[φωτιά]], «ψημένα», σε Αριστοφ.· μεταφ. <i>προσκαίεσθαί τινι</i>, καίγομαι από έρωτα, σε Ξεν.
|lsmtext='''προσκαίω:''' Αττ. -κάω, μέλ. -[[καύσω]]· [[ρίχνω]] στη [[φωτιά]] ή [[καίω]] [[επιπλέον]] — Παθ., <i>σκεύηπροσκεκαυμένα</i>, που κάηκαν στη [[φωτιά]], «ψημένα», σε Αριστοφ.· μεταφ. <i>προσκαίεσθαί τινι</i>, καίγομαι από έρωτα, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκαίω:''' атт. [[προσκάω]]<br /><b class="num">1)</b> обжигать (τὴν χύτραν Arph.);<br /><b class="num">2)</b> пережаривать, давать пригореть (τὰ ἑψόμενα Arst.; [[τοὖψον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> воспламенять, жечь: προσκοίεσθαί τινι Xen. гореть любовью к кому-л.
}}
}}