Anonymous

προφέρω: Difference between revisions

From LSJ
6
(35)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και προφέρνω Ν<br />[[εκφωνώ]], [[αρθρώνω]] φθόγγους ή φράσεις, [[ξεστομίζω]] (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει [[λέξη]]» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ.<br />γ. «μῡθον προφέρων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φέρνω]], [[δίνω]] ύπαρξη σε [[κάτι]], [[παράγω]] (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ... [[πάντα]] εἰς τὸν κόσμον προφέρειν», Μεθόδ.<br />β. «μέγα προφέρειν εἰς τὸ κτήσασθαι δύναμιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[προσφέρω]] (α. «προενέγκας τὴν ἐπιστολήν», πάπ.<br />β. «ὡς [[ὄρνις]]... νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] ή [[εκτοξεύω]] κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου (α. «προφέρειν σοι Μηδείης τὴν ἁρπαγήν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]] («μὴ προφέρετε τὴν [[τότε]] γενομένην ξυνωμοσίαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προβάλλω]] την [[εξουσία]] κάποιου, [[αναφέρω]] ως [[επιχείρημα]] ή ως [[δικαιολογία]] (α. «προφέρειν τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «προφέρων Ἄρτεμιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[μαντείο]]) [[αναθέτω]] σε κάποιον ως [[έργο]] («τὴν Πυθίην προφέρειν σφι τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῡν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]] («ἄγε δὴ πρόφερε κρατερὸν [[μένος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εξάγω]], [[βγάζω]] από [[κάπου]] («ἐκ τοῡ ἀγαθοῡ θησαυροῡ τῆς καρδίας αὐτοῡ προφέρει τὸ ἀγαθόν», ΚΔ)<br /><b>8.</b> [[αναρπάζω]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] και το [[μεταφέρω]] [[μακριά]] (α. «[[θάνατος]] προφέρων σώματα τέκνων», <b>Ευρ.</b><br />β. «προφέρουσα κακὴ ἀνέμοιο [[θύελλα]] ἤ εἰς [[ὄρος]] ἤ εἰς κῡμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[κινώ]], [[φέρω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («πρόφερε [[πόδα]] σὸν ἐπὶ [[πλάτας]] Ἀχαιῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προάγω]], [[βοηθώ]] («ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῡ, προφέρει δὲ καὶ ἔργου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[υπερέχω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον [[άλλο]] ή όλους τους άλλους ή τα άλλα (α. «δόξας ἔργα πολὺ προφέρει», <b>Σιμων.</b><br />β. «πλούτῳ καὶ ἐξουσίᾳ ὀλίγον προφέρετε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[φέρνω]], [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε κάποιον («[[προφέρω]] [[λύχνον]] τινὶ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>13.</b> [[γεννώ]] [[παιδιά]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προφέρω]] εἰς [[μέσον]]» ή «[[προφέρω]] εἰς τὸ [[μέσον]]» — [[δημοσιεύω]], [[γνωστοποιώ]]<br />β) «[[προφέρω]] ποιήματα» — [[απαγγέλλω]]<br />γ) «[[προφέρω]] ἔριδα» — [[αμιλλώμαι]], [[ανταγωνίζομαι]]<br />δ) «[[προφέρω]] πόλεμον» — [[πολεμώ]].
|mltxt=ΝΜΑ, και προφέρνω Ν<br />[[εκφωνώ]], [[αρθρώνω]] φθόγγους ή φράσεις, [[ξεστομίζω]] (α. «δεν μπόρεσε να προφέρει [[λέξη]]» β. «ζῷα ἀνθρωπίνας προφέροντα φωνάς», Σέξτ. Εμπ.<br />γ. «μῡθον προφέρων», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φέρνω]], [[δίνω]] ύπαρξη σε [[κάτι]], [[παράγω]] (α. «σοφίαν τοῡ Θεοῡ... [[πάντα]] εἰς τὸν κόσμον προφέρειν», Μεθόδ.<br />β. «μέγα προφέρειν εἰς τὸ κτήσασθαι δύναμιν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[προσφέρω]] (α. «προενέγκας τὴν ἐπιστολήν», πάπ.<br />β. «ὡς [[ὄρνις]]... νεοσσοῑσι προφέρῃσι μάστακα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]] ή [[εκτοξεύω]] κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου (α. «προφέρειν σοι Μηδείης τὴν ἁρπαγήν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «μή μοι δῶρ' ἐρατὰ πρόφερε χρυσέης Ἀφροδίτης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]] («μὴ προφέρετε τὴν [[τότε]] γενομένην ξυνωμοσίαν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προβάλλω]] την [[εξουσία]] κάποιου, [[αναφέρω]] ως [[επιχείρημα]] ή ως [[δικαιολογία]] (α. «προφέρειν τὰς ἐπονειδίστους τῶν ἡδονῶν», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «προφέρων Ἄρτεμιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> (για [[μαντείο]]) [[αναθέτω]] σε κάποιον ως [[έργο]] («τὴν Πυθίην προφέρειν σφι τὰς Ἀθήνας ἐλευθεροῡν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]] («ἄγε δὴ πρόφερε κρατερὸν [[μένος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εξάγω]], [[βγάζω]] από [[κάπου]] («ἐκ τοῡ ἀγαθοῡ θησαυροῡ τῆς καρδίας αὐτοῡ προφέρει τὸ ἀγαθόν», ΚΔ)<br /><b>8.</b> [[αναρπάζω]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] και το [[μεταφέρω]] [[μακριά]] (α. «[[θάνατος]] προφέρων σώματα τέκνων», <b>Ευρ.</b><br />β. «προφέρουσα κακὴ ἀνέμοιο [[θύελλα]] ἤ εἰς [[ὄρος]] ἤ εἰς κῡμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>9.</b> [[κινώ]], [[φέρω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («πρόφερε [[πόδα]] σὸν ἐπὶ [[πλάτας]] Ἀχαιῶν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> [[προάγω]], [[βοηθώ]] («ἠώς τοι προφέρει μὲν ὁδοῡ, προφέρει δὲ καὶ ἔργου», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>11.</b> [[υπερέχω]], [[ξεπερνώ]] κάποιον [[άλλο]] ή όλους τους άλλους ή τα άλλα (α. «δόξας ἔργα πολὺ προφέρει», <b>Σιμων.</b><br />β. «πλούτῳ καὶ ἐξουσίᾳ ὀλίγον προφέρετε», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>12.</b> [[φέρνω]], [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[μπροστά]] σε κάποιον («[[προφέρω]] [[λύχνον]] τινὶ», Δίων Κάσσ.)<br /><b>13.</b> [[γεννώ]] [[παιδιά]]<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προφέρω]] εἰς [[μέσον]]» ή «[[προφέρω]] εἰς τὸ [[μέσον]]» — [[δημοσιεύω]], [[γνωστοποιώ]]<br />β) «[[προφέρω]] ποιήματα» — [[απαγγέλλω]]<br />γ) «[[προφέρω]] ἔριδα» — [[αμιλλώμαι]], [[ανταγωνίζομαι]]<br />δ) «[[προφέρω]] πόλεμον» — [[πολεμώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προφέρω:''' μέλ. <i>-[[οίσω]]</i>, αόρ. αʹ <i>-ήνεγκα</i>, αόρ. βʹ <i>-ήνεγκον</i>· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. ενεστ. <i>προφέρῃσι</i> όπως αν προερχόταν από τύπο σε <i>-μι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φέρω]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[φέρνω]] σε κάποιον, [[παρουσιάζω]], [[προσφέρω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για λέξεις, [[προφέρω]] ὀνείδεά τινι, [[επιρρίπτω]] μομφές σε κάποιον, [[κακίζω]], [[κατηγορώ]], Λατ. objicere, <i>μή μοι δῶρα πρόφερε Ἀφροδίτης</i>, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[απλώς]], [[προφέρω]], λέω, [[αὐδάν]], <i>μῦθον</i>, σε Ευρ.· <i>πρ. Αἴγιναν πάτραν</i>, διακηρύσσουν αυτή ως [[πατρίδα]] τους, σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[φέρνω]] [[εμπρός]], κάνω λόγω, [[μνημονεύω]], σε Θουκ.· <i>προφέρων Ἄρτεμιν</i>, [[προβάλλω]] το [[αξίωμα]] αυτής, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">5.</b> λέγεται για [[μαντείο]], [[προβάλλω]] ως [[έργο]], σε Ηρόδ. — Παθ., <i>προὐνεχθέντος τινί</i> (γεν. απόλ.), εάν είχε διαταχθεί να ενεργήσει έτσι, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[παρουσιάζω]], [[επιδεικνύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἔριδα [[προφέρω]], [[αμιλλώμαι]], [[ανταγωνίζομαι]], σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμόν τινι [[προφέρω]], [[κηρύσσω]] πόλεμο [[εναντίον]] κάποιου, σε Ηρόδ. — Μέσ., <i>ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρεσθαι</i>, [[προκαλώ]] σε διαγωνισμό τον [[ξένο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">III.</b> [[φέρνω]] [[μακριά]], [[αρπάζω]] [[κάτι]] και το [[μεταφέρω]], λέγεται για [[θύελλα]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> [[κινώ]] προς τα [[εμπρός]], [[πόδα]], σε Ευρ.· [[έπειτα]], [[προάγω]], [[ενισχύω]], [[βοηθώ]], <i>ἠὼςπροφέρει ὁδοῦ</i>, το [[ξημέρωμα]] βοηθάει στην [[πορεία]] κάποιου, σε Ησίοδ.· <i>πρ. εἴς τι</i>, [[συμβάλλω]], [[συντελώ]] στην [[επίτευξη]] ενός αντικειμένου, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[υπερέχω]], [[υπερβαίνω]] κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}