3,277,286
edits
(35) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[τρέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σπεύδω]] για να ζητήσω ή να [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί»)<br /><b>2.</b> [[καταφεύγω]], [[προσφεύγω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («[[προστρέχω]] και [[πάλι]] στα ευγενικά σας αισθήματα με την [[ελπίδα]] ότι θα μέ συνδράμετε»)<br /><b>3.</b> [[συρρέω]] («όλοι προσέτρεξαν στη [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[προστρέχω]] σε [[κάθε]] [[μέσο]]» — [[καταφεύγω]] σε [[κάθε]] [[μέσο]], [[κάνω]] ό,τι [[είναι]] δυνατόν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) [[συμβαίνω]] σε κάποιον («προστρέχει πολλαχοῡ τὸ "γίγνεται"» — συμβαίνει [[συχνά]], πολλές φορές, Δαμάσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ.) α) [[τρέχω]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου («καὶ ἀριστῶντι τῷ Ξενοφῶντι προσέτρεχον δύο νεανίσκοι», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[μοιάζω]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[ανατρέχω]]<br /><b>3.</b> [[εφορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου («τοῑς δ' ἐκ τοῡ τείχους βραχὺ πρὸς τὸ [[ἐγγὺς]] και προσδραμεῑν καὶ [[πάλιν]] ἀπελθεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πηγαίνω]] με το [[μέρος]] κάποιου («πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην προστρέχειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πλησιάζω]] («προστρέχων τῇ εὐνόμῳ ἡλικίᾳ», πάπ.). | |mltxt=ΝΜΑ<br />[[τρέχω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σπεύδω]] για να ζητήσω ή να [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] («στις φωνές της προσέτρεξαν πολλοί»)<br /><b>2.</b> [[καταφεύγω]], [[προσφεύγω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («[[προστρέχω]] και [[πάλι]] στα ευγενικά σας αισθήματα με την [[ελπίδα]] ότι θα μέ συνδράμετε»)<br /><b>3.</b> [[συρρέω]] («όλοι προσέτρεξαν στη [[συγκέντρωση]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[προστρέχω]] σε [[κάθε]] [[μέσο]]» — [[καταφεύγω]] σε [[κάθε]] [[μέσο]], [[κάνω]] ό,τι [[είναι]] δυνατόν<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>για πράγμ.</b>) [[συμβαίνω]] σε κάποιον («προστρέχει πολλαχοῡ τὸ "γίγνεται"» — συμβαίνει [[συχνά]], πολλές φορές, Δαμάσκ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με δοτ.) α) [[τρέχω]] [[προς]] το [[μέρος]] κάποιου («καὶ ἀριστῶντι τῷ Ξενοφῶντι προσέτρεχον δύο νεανίσκοι», <b>Ξεν.</b>)<br />β) [[μοιάζω]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[ανατρέχω]]<br /><b>3.</b> [[εφορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου («τοῑς δ' ἐκ τοῡ τείχους βραχὺ πρὸς τὸ [[ἐγγὺς]] και προσδραμεῑν καὶ [[πάλιν]] ἀπελθεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[πηγαίνω]] με το [[μέρος]] κάποιου («πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην προστρέχειν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>5.</b> [[πλησιάζω]] («προστρέχων τῇ εὐνόμῳ ἡλικίᾳ», πάπ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προστρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρέχω]] σε ή προς, [[έρχομαι]], [[προσέρχομαι]], [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.· <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., [[προστρέχω]], [[ανατρέχω]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[εφορμώ]] [[εναντίον]], κάνω [[εξόρμηση]], [[πρός]] τινα, στον ίδ. | |||
}} | }} |