Anonymous

προστρέχω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προστρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρέχω]] σε ή προς, [[έρχομαι]], [[προσέρχομαι]], [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.· <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., [[προστρέχω]], [[ανατρέχω]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[εφορμώ]] [[εναντίον]], κάνω [[εξόρμηση]], [[πρός]] τινα, στον ίδ.
|lsmtext='''προστρέχω:''' μέλ. <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[τρέχω]] σε ή προς, [[έρχομαι]], [[προσέρχομαι]], [[πρός]] τινα, σε Πλάτ.· <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.· απόλ., [[προστρέχω]], [[ανατρέχω]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με εχθρική [[σημασία]], [[εφορμώ]] [[εναντίον]], κάνω [[εξόρμηση]], [[πρός]] τινα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''προστρέχω:''' (fut. προσδρᾰμοῦμαι, aor. 2 προσέδραμον)<br /><b class="num">1)</b> прибегать, подбегать (τινί Arph., Xen.; πρός τινα Plat. и ἐπί τι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> совершать набег, нападать (πρός τινα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> приходить, приближаться (πρὸς τὴν ἀλήθειαν Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> переходить, присоединяться (πρὸς τὴν τῶν πολλῶν γνώμην Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> приключаться, случаться: τοιούτων ἐλαττωμάτων τοῖς Ἀθηναίοις προσδραμόντων Diod. после этих поражений афинян.
}}
}}