Anonymous

σκολιός: Difference between revisions

From LSJ
6
(T22)
(6)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=σκολιά, [[σκολιόν]] (opposed to [[ὀρθός]], [[ὄρθιος]], [[εὐθύς]] (cf. [[σκώληξ]])), from [[Homer]] [[down]], [[crooked]], [[curved]]: [[properly]], of a [[way]] (τά σκολιά, ἡ [[εὐθεῖα]] [[namely]], [[ὁδός]], from [[perverse]], [[wicked]]: ἡ [[γενεά]] ἡ σκολιά, διεστραμμένη added, [[unfair]], [[surly]], [[froward]] (opposed to [[ἀγαθός]] καί [[ἐπιεικής]]), 1 Peter 2:18.
|txtha=σκολιά, [[σκολιόν]] (opposed to [[ὀρθός]], [[ὄρθιος]], [[εὐθύς]] (cf. [[σκώληξ]])), from [[Homer]] [[down]], [[crooked]], [[curved]]: [[properly]], of a [[way]] (τά σκολιά, ἡ [[εὐθεῖα]] [[namely]], [[ὁδός]], from [[perverse]], [[wicked]]: ἡ [[γενεά]] ἡ σκολιά, διεστραμμένη added, [[unfair]], [[surly]], [[froward]] (opposed to [[ἀγαθός]] καί [[ἐπιεικής]]), 1 Peter 2:18.
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκολιός:''' -ά, -όν, αυτός που έχει λυγιστεί, [[περιπεπλεγμένος]], συνεστραμμένος, [[ελικοειδής]], [[λοξός]], [[γυριστός]], [[καμπύλος]], [[κυρτός]], Λατ. [[obliquus]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· αυτός που έχει λυγιστεί προς την [[άλλη]] [[μεριά]], [[στραβός]], [[ανάποδος]], [[ανώμαλος]], [[στρεβλός]], δουλείη [[κεφαλή]], <i>σκολιή</i> (stat capite obstipo, σε Οράτ.), σε Θέογν.· μεταφ., διεστραμμένος, [[πανούργος]], [[κακότροπος]], δηλ. [[άδικος]], [[ανειλικρινής]], [[δόλιος]], [[ψευδής]], [[στριμμένος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>σκολιὰ πράττειν</i>, [[εἰπεῖν]], σε Πλάτ.· ομοίως, επίρρ. <i>σκολιῶς</i>, σε Ησίοδ.
}}
}}