Anonymous

σκολιός: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκολιός:''' -ά, -όν, αυτός που έχει λυγιστεί, [[περιπεπλεγμένος]], συνεστραμμένος, [[ελικοειδής]], [[λοξός]], [[γυριστός]], [[καμπύλος]], [[κυρτός]], Λατ. [[obliquus]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· αυτός που έχει λυγιστεί προς την [[άλλη]] [[μεριά]], [[στραβός]], [[ανάποδος]], [[ανώμαλος]], [[στρεβλός]], δουλείη [[κεφαλή]], <i>σκολιή</i> (stat capite obstipo, σε Οράτ.), σε Θέογν.· μεταφ., διεστραμμένος, [[πανούργος]], [[κακότροπος]], δηλ. [[άδικος]], [[ανειλικρινής]], [[δόλιος]], [[ψευδής]], [[στριμμένος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>σκολιὰ πράττειν</i>, [[εἰπεῖν]], σε Πλάτ.· ομοίως, επίρρ. <i>σκολιῶς</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''σκολιός:''' -ά, -όν, αυτός που έχει λυγιστεί, [[περιπεπλεγμένος]], συνεστραμμένος, [[ελικοειδής]], [[λοξός]], [[γυριστός]], [[καμπύλος]], [[κυρτός]], Λατ. [[obliquus]], σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· αυτός που έχει λυγιστεί προς την [[άλλη]] [[μεριά]], [[στραβός]], [[ανάποδος]], [[ανώμαλος]], [[στρεβλός]], δουλείη [[κεφαλή]], <i>σκολιή</i> (stat capite obstipo, σε Οράτ.), σε Θέογν.· μεταφ., διεστραμμένος, [[πανούργος]], [[κακότροπος]], δηλ. [[άδικος]], [[ανειλικρινής]], [[δόλιος]], [[ψευδής]], [[στριμμένος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>σκολιὰ πράττειν</i>, [[εἰπεῖν]], σε Πλάτ.· ομοίως, επίρρ. <i>σκολιῶς</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκολιός:''' <b class="num">1)</b> кривой, изогнутый ([[σίδηρος]] Her.; [[σκίπων]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> извилистый ([[ποταμός]] Her.; [[ὁδός]] Pind.);<br /><b class="num">3)</b> сгорбленный ([[ἵππος]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> запутанный (ῥημάτια Luc.);<br /><b class="num">5)</b> неправедный, неправый (θέμιστες Hom.);<br /><b class="num">6)</b> лукавый, коварный (ἀπάται Pind.);<br /><b class="num">7)</b> лживый, ложный (μῦθοι Hes.). - см. тж. [[σκολιά]].
}}
}}