Anonymous

συγκλείω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [[κλείω]] / [[κλῄω]]<br />[[κλείνω]] [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[μέσα]], [[περικλείω]] («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στήθος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιλαμβάνω]] («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποκλείω]], [[φράζω]] («[ἡ [[πολεμία]]] ξυνέκληε διά μέσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[ενδυμασία]], πέπλα <b>κ.λπ.</b>) [[σκεπάζω]] από όλες τις μεριές («κεῑται ξυγκεκλη<br />μένη πέπλοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπλέκω]] (α. «εἰς παραπλήσιον γὰρ αὐτοὺς ἀγῶνα καὶ καιρὸν τὴν τύχην συγκεκλεικέναι», <b>Πολ.</b><br />β. «εἰς χαλεπὸν... συγκεκλεισμένος βίον», Μέν.)<br /><b>6.</b> [[ενεργώ]] ώστε να εμπλακεί [[κάποιος]] σε [[φιλονικία]] και [[έχθρα]]<br /><b>7.</b> [[κλείνω]] κάμπτοντας τα [[άκρα]] ενός αντικειμένου<br /><b>8.</b> [[κλείνω]] [[σφιχτά]] (α. «ὦ δεινὰ λέξασ', οὐχὶ συγκλήσεις [[στόμα]];», <b>Ευρ.</b><br />β. «τοὺς δ' ὀφθαλμοὺς συγκλεῑσαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> ([[απλώς]]) [[κλείνω]] («πρὶν ξυγκλησθῆναι [[πάλιν]] τὰς πύλας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> (για [[τραύμα]]) [[επουλώνω]]<br /><b>11.</b> [[πλησιάζω]] [[προς]] το [[τέρμα]], [[κοντεύω]] να τελειώσω («ὥρας ἤδη συγκλειούσης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>12.</b> [[συμπυκνώνω]] («ξυγκλῄσαντες ἀνεχώρησαν εἰς τὸ ἔσχατον [[ἔρυμα]] τῆς νήσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> [[ενώνω]] [[στενά]] [[μαζί]]<br /><b>14.</b> [[τελειώνω]] («συγκλείειν τὸν λόγον», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>15.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ συγκλείων</i><br />ο [[σιδηρουργός]]<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> «[[συγκλείω]] τὰς ἀσπίδας» — [[πυκνώνω]] την [[παράταξη]].
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. συγκληΐω και αττ. τ. ξυγκλῄω Α [[κλείω]] / [[κλῄω]]<br />[[κλείνω]] [[μαζί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλείνω]] [[μέσα]], [[περικλείω]] («αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στήθος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιλαμβάνω]] («συγκλείειν θεούς τῇ ὕλη», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αποκλείω]], [[φράζω]] («[ἡ [[πολεμία]]] ξυνέκληε διά μέσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> (σχετικά με [[ενδυμασία]], πέπλα <b>κ.λπ.</b>) [[σκεπάζω]] από όλες τις μεριές («κεῑται ξυγκεκλη<br />μένη πέπλοις», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[εμπλέκω]] (α. «εἰς παραπλήσιον γὰρ αὐτοὺς ἀγῶνα καὶ καιρὸν τὴν τύχην συγκεκλεικέναι», <b>Πολ.</b><br />β. «εἰς χαλεπὸν... συγκεκλεισμένος βίον», Μέν.)<br /><b>6.</b> [[ενεργώ]] ώστε να εμπλακεί [[κάποιος]] σε [[φιλονικία]] και [[έχθρα]]<br /><b>7.</b> [[κλείνω]] κάμπτοντας τα [[άκρα]] ενός αντικειμένου<br /><b>8.</b> [[κλείνω]] [[σφιχτά]] (α. «ὦ δεινὰ λέξασ', οὐχὶ συγκλήσεις [[στόμα]];», <b>Ευρ.</b><br />β. «τοὺς δ' ὀφθαλμοὺς συγκλεῑσαι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>9.</b> ([[απλώς]]) [[κλείνω]] («πρὶν ξυγκλησθῆναι [[πάλιν]] τὰς πύλας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>10.</b> (για [[τραύμα]]) [[επουλώνω]]<br /><b>11.</b> [[πλησιάζω]] [[προς]] το [[τέρμα]], [[κοντεύω]] να τελειώσω («ὥρας ἤδη συγκλειούσης», <b>Πολ.</b>)<br /><b>12.</b> [[συμπυκνώνω]] («ξυγκλῄσαντες ἀνεχώρησαν εἰς τὸ ἔσχατον [[ἔρυμα]] τῆς νήσου», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> [[ενώνω]] [[στενά]] [[μαζί]]<br /><b>14.</b> [[τελειώνω]] («συγκλείειν τὸν λόγον», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>15.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ συγκλείων</i><br />ο [[σιδηρουργός]]<br /><b>16.</b> <b>φρ.</b> «[[συγκλείω]] τὰς ἀσπίδας» — [[πυκνώνω]] την [[παράταξη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκλείω:''' μέλ. <i>-κλείσω</i>· Ιων. <i>-κληΐω</i>, μέλ. <i>-κληΐσω</i>· αρχ. Αττ. ξυγ-[[κλῄω]], μέλ. -[[κλῄσω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>συνεκλείσθην</i>, αρχ. Αττ. <i>θυνεκλῄσθην</i>, παρακ. <i>συγκέκλειμαι</i> ή <i>-εισμαι</i>, αρχ. Αττ. <i>ξυνκέκλῃμαι</i>, Ιων. <i>συνκεκλήϊμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλείνω]] από κοινού, [[κλειδώνω]] μαζί, [[εγκλείω]], [[περικλείω]], [[συρράπτω]], [[εσωκλείω]], [[στενοχωρώ]], σε Ηρόδ.· <i>ἐς τόπον</i>, σε Θουκ.· <i>ξυνέκλῃε διὰ μέσου</i>, τους απέκλειε και τους αναχαίτιζε, στον ίδ. — Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληϊμένη οὔρεσι, σε Ηρόδ.· <i>συγκεκλῃμένη</i>, περικαλυμμένη, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εμπλέκω]] και [[εξεγείρω]] σε [[μάχη]] όπως στις κονίστρες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλείνω]] ερμητικά, [[σφραγίζω]], [[ὄμμα]], σε Ευρ.· [[τὰς]] πύλας, σε Θουκ.· απόλ., <i>σύγκλειε</i>, κλείσε ερμητικά τις πόρτες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[συγκλείω]] [[τὰς]] ἀσπίδας, [[συμπυκνώνω]] τις ασπίδες, δηλ. [[πυκνώνω]] την [[παράταξη]] μάχης, σε Ξεν.· απόλ., [[συμπτύσσω]] τις τάξεις του στρατεύματος, σε Θουκ. — Παθ., <i>τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν</i>, [[τμήμα]] που δεν είχε συμπτυχθεί, λέγεται για [[χάσμα]] στην [[παράταξη]] μάχης, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος, σε Ευρ.
}}
}}