Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκλείω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκλείω:''' μέλ. <i>-κλείσω</i>· Ιων. <i>-κληΐω</i>, μέλ. <i>-κληΐσω</i>· αρχ. Αττ. ξυγ-[[κλῄω]], μέλ. -[[κλῄσω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>συνεκλείσθην</i>, αρχ. Αττ. <i>θυνεκλῄσθην</i>, παρακ. <i>συγκέκλειμαι</i> ή <i>-εισμαι</i>, αρχ. Αττ. <i>ξυνκέκλῃμαι</i>, Ιων. <i>συνκεκλήϊμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλείνω]] από κοινού, [[κλειδώνω]] μαζί, [[εγκλείω]], [[περικλείω]], [[συρράπτω]], [[εσωκλείω]], [[στενοχωρώ]], σε Ηρόδ.· <i>ἐς τόπον</i>, σε Θουκ.· <i>ξυνέκλῃε διὰ μέσου</i>, τους απέκλειε και τους αναχαίτιζε, στον ίδ. — Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληϊμένη οὔρεσι, σε Ηρόδ.· <i>συγκεκλῃμένη</i>, περικαλυμμένη, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εμπλέκω]] και [[εξεγείρω]] σε [[μάχη]] όπως στις κονίστρες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλείνω]] ερμητικά, [[σφραγίζω]], [[ὄμμα]], σε Ευρ.· [[τὰς]] πύλας, σε Θουκ.· απόλ., <i>σύγκλειε</i>, κλείσε ερμητικά τις πόρτες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[συγκλείω]] [[τὰς]] ἀσπίδας, [[συμπυκνώνω]] τις ασπίδες, δηλ. [[πυκνώνω]] την [[παράταξη]] μάχης, σε Ξεν.· απόλ., [[συμπτύσσω]] τις τάξεις του στρατεύματος, σε Θουκ. — Παθ., <i>τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν</i>, [[τμήμα]] που δεν είχε συμπτυχθεί, λέγεται για [[χάσμα]] στην [[παράταξη]] μάχης, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος, σε Ευρ.
|lsmtext='''συγκλείω:''' μέλ. <i>-κλείσω</i>· Ιων. <i>-κληΐω</i>, μέλ. <i>-κληΐσω</i>· αρχ. Αττ. ξυγ-[[κλῄω]], μέλ. -[[κλῄσω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>συνεκλείσθην</i>, αρχ. Αττ. <i>θυνεκλῄσθην</i>, παρακ. <i>συγκέκλειμαι</i> ή <i>-εισμαι</i>, αρχ. Αττ. <i>ξυνκέκλῃμαι</i>, Ιων. <i>συνκεκλήϊμαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κλείνω]] από κοινού, [[κλειδώνω]] μαζί, [[εγκλείω]], [[περικλείω]], [[συρράπτω]], [[εσωκλείω]], [[στενοχωρώ]], σε Ηρόδ.· <i>ἐς τόπον</i>, σε Θουκ.· <i>ξυνέκλῃε διὰ μέσου</i>, τους απέκλειε και τους αναχαίτιζε, στον ίδ. — Παθ., [[λίμνη]] συγκεκληϊμένη οὔρεσι, σε Ηρόδ.· <i>συγκεκλῃμένη</i>, περικαλυμμένη, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[εμπλέκω]] και [[εξεγείρω]] σε [[μάχη]] όπως στις κονίστρες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κλείνω]] ερμητικά, [[σφραγίζω]], [[ὄμμα]], σε Ευρ.· [[τὰς]] πύλας, σε Θουκ.· απόλ., <i>σύγκλειε</i>, κλείσε ερμητικά τις πόρτες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[συγκλείω]] [[τὰς]] ἀσπίδας, [[συμπυκνώνω]] τις ασπίδες, δηλ. [[πυκνώνω]] την [[παράταξη]] μάχης, σε Ξεν.· απόλ., [[συμπτύσσω]] τις τάξεις του στρατεύματος, σε Θουκ. — Παθ., <i>τὸ οὐ ξυγκλῃσθέν</i>, [[τμήμα]] που δεν είχε συμπτυχθεί, λέγεται για [[χάσμα]] στην [[παράταξη]] μάχης, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ., είμαι [[στενά]] συνδεδεμένος, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκλείω:''' староатт. тж. [[ξυγκλῄω]], ион. [[συγκληΐω]] (aor. συνέκλεισα, pf. συγκέκλεικα; pass.: aor. συνεκλείσθην - староатт. ξυνεκλῄσθην, pf. συγκέκλειμαι и συγκέκλεισμαι - староатт. ξυγκέκλῃμαι, ион. συγκεκλήϊμαι)<br /><b class="num">1)</b> запирать, затворять (πύλας Thuc.; θύρας Xen.): σύγκλειε! Arph. запри дверь!; οἱ πρὸς [[ἀργύριον]] συγκεκλεισμένοι Diod. заключенные за неуплату денег;<br /><b class="num">2)</b> закрывать, смыкать (βλέφαρα ἐν τῷ ὕπνῳ Xen.; [[στόμα]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> смыкать, соединять (τὰς ἀσπίδας Xen.): ξυγκλῄσαντες ἐχώρησαν Thuc. (лакедемоняне) сомкнутым строем отступили; τὸ [[διάκενον]] καὶ οὐ ξυγκλῃσθέν Thuc. незаполненный прорыв (в боевых порядках); συγκλεῖσαι τὴν ἀρχὴν τῇ τελευτῇ Isocr. связать начало с концом; συγκλεισθῆναι ταῖς ἐπιγαμίαις Xen. быть связанными посредством браков; ξ. τὴν ἐκκλησίαν ἐς τὸν Κολωνόν Thuc. созывать народное собрание в Колоне;<br /><b class="num">4)</b> окружать, оцеплять (τοὺς πολεμίους Polyb.): σ. τὸ [[Ῥήγιον]] εἰς τὴν πολιορκίαν Polyb. держать Регий в осаде; συγκλεῖσαι [[πλῆθος]] ἰχθύων [[πολύ]] NT поймать множество рыбы;<br /><b class="num">5)</b> замыкать, опоясывать, окаймлять, окружать (τὸν χῶρον ἐπ᾽ [[ἀμφότερα]] Her.; αἱ συγκλείουσαι πλευραὶ τὸ [[στῆθος]] Arst.): συγκεκληϊμένος [[πάντοθεν]] οὔρεσιν Her. отовсюду окруженный горами;<br /><b class="num">6)</b> окутывать (ξυγκεκλῃμένη πέπλοις Eur.);<br /><b class="num">7)</b> перерезать, отрезать: (ἡ [[πολεμία]]) ξυνέκλῃε διὰ μέσου Thuc. неприятельская территория посредине перерезала путь;<br /><b class="num">8)</b> сталкивать, сшибать: σ. τινὰς ἔριδι στυγερᾷ Eur. посеять между кем-л. страшную ненависть;<br /><b class="num">9)</b> припирать, загонять, принуждать: σ. τινὰ εἰς φόρους Polyb. заставлять кого-л. платить дань; σ. πρὸς τὸν [[ἔσχατον]] [[καιρόν]] Polyb. доводить до крайности; συγκλείεσθαι ὑπὸ τῶν καιρῶν или πραγμάτων Polyb. быть вынуждаемым обстоятельствами; συγκλειούσης τῆς ὥρας Polyb. так как время не допускало промедления;<br /><b class="num">10)</b> обрекать (τινὰ εἰς ἀπείθειαν и τὰ πάντα ὑπὸ ἁμαρτίαν NT).
}}
}}