3,277,636
edits
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[συγχωννύω]] ΜΑ [[χώννυμι]] /<i>χωννύω</i>]<br />(κυριολ. και μτφ.) [[χώνω]] [[κάτι]] σε [[βάθος]], [[κατακαλύπτω]] («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br />[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]], [[υποστυλώνω]] («ὧ ῥινὸς [[ἐκτύπωμα]] συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς προπυργίοις», Πισίδ. Γ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επισωρεύω]] [[χώμα]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[καλύπτω]] με [[χώμα]], [[παραχώνω]] («τὰ ὕδατα συγχώσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]] («τοὺς... ἀποσφαγέντας εἰς τὰς... τάφρους συνέχωσαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβάλλω]] σε σωρό ερειπίων, [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]] («οἰκήματα ἐμπεπρημένα τε καὶ συγκεχωσμένα»«<b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] [[σύγχυση]], [[ταραχή]] («κῡμα... πόντου... συγχώσειεν τῶν οὐρανίων ἄστρων [[διόδους]]», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=και [[συγχωννύω]] ΜΑ [[χώννυμι]] /<i>χωννύω</i>]<br />(κυριολ. και μτφ.) [[χώνω]] [[κάτι]] σε [[βάθος]], [[κατακαλύπτω]] («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.)<br /><b>μσν.</b><br />[[στηρίζω]], [[υποστηρίζω]], [[υποστυλώνω]] («ὧ ῥινὸς [[ἐκτύπωμα]] συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς προπυργίοις», Πισίδ. Γ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επισωρεύω]] [[χώμα]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[καλύπτω]] με [[χώμα]], [[παραχώνω]] («τὰ ὕδατα συγχώσαντες», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θάβω]], [[ενταφιάζω]] («τοὺς... ἀποσφαγέντας εἰς τὰς... τάφρους συνέχωσαν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταβάλλω]] σε σωρό ερειπίων, [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]] («οἰκήματα ἐμπεπρημένα τε καὶ συγκεχωσμένα»«<b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προκαλώ]] [[σύγχυση]], [[ταραχή]] («κῡμα... πόντου... συγχώσειεν τῶν οὐρανίων ἄστρων [[διόδους]]», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγχώννυμι:''' και -ύω, σε πρωιμότερους συγγραφείς, [[συγχόω]], απαρ. [[συγχοῦν]], μέλ. <i>-χώσω</i>, Παθ. παρακ. <i>-κέχωσμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[συσσωρεύω]] μαζί, [[συσσωρεύω]] [[χώμα]], [[καλύπτω]] με σωρό χώματος, [[στοιβάζω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μεταβάλλω]] σε σωρό ερειπίων, [[καταστρέφω]], [[κατεδαφίζω]], [[γκρεμίζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[προκαλώ]] [[σύγχυση]], [[συγχύζω]], [[αναστατώνω]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |