συγχώννυμι

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχώννῡμι Medium diacritics: συγχώννυμι Low diacritics: συγχώννυμι Capitals: ΣΥΓΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: synchṓnnymi Transliteration B: synchōnnymi Transliteration C: sygchonnymi Beta Code: sugxw/nnumi

English (LSJ)

and συγχωννύω, in earlier writers pres. inf. συγχοῦν Hdt. 4.120, X.HG3.1.18:—pf. Pass.
A -κέχωσμαι Hdt.8.144:—heap with earth, cover with a mound, bank up, [τὴν σορόν] Id.1.68; σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, fill them up with earth, Id.4.120, 140, cf. X.HG3.1.18, etc.; also of persons, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους bury them, D.S.19.107, cf. Plu.Alex.77.
II demolish, τὸ ἔρυμα Hdt.7.225; [τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα] Id.9.13; τὴν ὁδόν Id.8.71:—Pass., οἰκήματα συγκεχωσμένα ib.144; τὰ συγχωσθέντα τῶν εὐρείπων SIG799.7 (Cyzicus, i A.D.).
2 generally, confound, κῦμα.. τῶν τ' ἄστρων διόδους A.Pr.1049 (anap.).

German (Pape)

[Seite 972] und συγχωννύω (s. χώννυμι), ion. συγχόω, zusammen-, verschütten; κῦμα δὲ πόντου τραχεῖ ῥοθίῳ συγχώσειεν, Aesch. Prom. 1051; zuschütten, σορόν, κρήνας, ὕδατα, τάφους, Her. 1, 68. 4, 120. 127. 140. 9, 49; τὴν ὁδόν, 8, 71, – zerstören, in Schutt verwandeln, dem Erdboden gleich machen, Her. 9, 113, u. so pass., οἰκία συγκεχωσμένα, 8, 144.

French (Bailly abrégé)

f. συγχώσω, Pass. pf. συγκέχωσμαι;
1 couvrir de terre amoncelée;
2 combler, niveler, détruire;
3 p. ext. confondre, acc..
Étymologie: σύν, χώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-χώννυμι en συγχωννύω, inf. συγχοῦν helemaal met aarde bedekken, dichtgooien, volstorten, van graven, bronnen, stromen water. in elkaar gooien, verwoesten:. ἐμπεπρησμένα τε καὶ συγκεχωσμένα in brand gestoken en in elkaar gegooid Hdt. 8.144.2.

Russian (Dvoretsky)

συγχώννῡμι: и συγχόω (fut. συγχώσω; pf. pass. συγκέχωσμαι)
1 засыпать землей, заваливать (τοὺς τάφους, τὰ ὕδατα Her.);
2 насыпать, возводить (τὸ μνῆμα Plut.);
3 зарывать, хоронить (τοὺς νεκροὺς εἰς τὸ φρέαρ Plut.);
4 срывать, разрушать (τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα Her.);
5 смешивать: σ. κῦμα πόντου τῶν τ᾽ ἄστρων διόδους Aesch. смешивать морские валы с путями звезд, т. е. ставить весь мир вверх дном.

Greek Monolingual

και συγχωννύω ΜΑ χώννυμι /χωννύω]
(κυριολ. και μτφ.) χώνω κάτι σε βάθος, κατακαλύπτω («τὴν συγχωσθεῖσαν τοῖς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.)
μσν.
στηρίζω, υποστηρίζω, υποστυλώνω («ὧ ῥινὸς ἐκτύπωμα συγκεχωσμένης τοῖς τῶν παρειῶν σαρκικοῖς προπυργίοις», Πισίδ. Γ.)
αρχ.
1. επισωρεύω χώμα πάνω σε κάτι, καλύπτω με χώμα, παραχώνω («τὰ ὕδατα συγχώσαντες», Ηρόδ.)
2. θάβω, ενταφιάζω («τοὺς... ἀποσφαγέντας εἰς τὰς... τάφρους συνέχωσαν», Διόδ.)
3. μεταβάλλω σε σωρό ερειπίων, καταστρέφω, κατεδαφίζω («οἰκήματα ἐμπεπρημένα τε καὶ συγκεχωσμένα»«Ηρόδ.)
4. προκαλώ σύγχυση, ταραχή («κῡμα... πόντου... συγχώσειεν τῶν οὐρανίων ἄστρων διόδους», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

συγχώννυμι: και -ύω, σε πρωιμότερους συγγραφείς, συγχόω, απαρ. συγχοῦν, μέλ. -χώσω, Παθ. παρακ. -κέχωσμαι·
I. συσσωρεύω μαζί, συσσωρεύω χώμα, καλύπτω με σωρό χώματος, στοιβάζω, σε Ηρόδ.
II. 1. μεταβάλλω σε σωρό ερειπίων, καταστρέφω, κατεδαφίζω, γκρεμίζω, στον ίδ.
2. γενικά, προκαλώ σύγχυση, συγχύζω, αναστατώνω, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

συγχώννῡμι: καὶ -ύω, παρὰ τοῖς παλαιοτέροις συγγραφεῦσι συγχόω· ἀπαρ. συγχοῦν Ἡρόδ. 4. 120, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18· μέλλ. -χώσω· παθ. πρκμ. -κέχωσμαι Ἡρόδ. 8. 144. Ἐπισωρεύω ὁμοῦ, ἐπισωρεύω χῶμα, καλύπτω διὰ σωροῦ χώματος, τὴν σορόν, τοὺς τάφους Ἡρόδ. 1. 68· σ. τὰς κρήνας, τὰ ὕδατα, πληρῶ αὐτὰ διὰ χώματος, αὐτ. 4. 120, 140, Ξενοφ., κλπ.· ― ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, σ. τοὺς ἀποσφαγέντας εἰς τάφρους, θάπτειν αὐτούς, Διόδ. 19. 107, πρβλ. Πλουτ. Ἀλέξ. 77. ΙΙ. μεταβάλλω εἰς σωρὸν ἐρειπίων, καταστρέφω, κατεδαφίζω, τὸ ἔρυμα Ἡρόδ. 7. 225· τὰ τείχεα καὶ τὰ οἰκήματα ὁ αὐτ. 9. 13 τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. 8. 71· ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., οἰκήματα συγκεχωσμένα αὐτόθι 144. 2) καθόλου, ἐπιφέρω σύγχυσιν, κῦμα... τῶν τ’ ἄστρων διόδους Αἰσχύλ. Πρ. 1049.

Middle Liddell

-ύω συγχόω inf. συγχοῦν fut. -χώσω perf. pass. -κέχωσμαι
I. to heap all together, to heap with earth, cover with a mound, bank up, Hdt.
II. to make into ruinous heaps, demolish, Hdt.
2. generally, to confound, Aesch.