Anonymous

συμπράσσω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[συμπράττω]].
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[συμπράττω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]] ή [[βοηθώ]], [[συνεργώ]] να γίνει [[κάτι]], <i>τί τινι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· [[συμπράσσω]] τινὶ [[τἀγαθά]], [[βοηθώ]] κάποιον να προμηθευτεί ό,τι είναι καλό, σε Αριστ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, σε Σοφ.· [[συμπράττω]] εἰρήνην, [[βοηθώ]] στις διαπραγματεύσεις για ειρηνευτική [[συμφωνία]], σε Ξεν.· με δοτ. προσ. μόνον, [[ενεργώ]] από κοινού, [[συνεργάζομαι]] με, <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[παρέχω]] [[βοήθεια]], [[συνεργάζομαι]], σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· <i>οἱ ξυμπράσσοντες</i>, σύμμαχοι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σὺν [[κακῶς]] πράσσοντι συμπράσσειν [[κακῶς]], μοιράζομαι τη [[δυστυχία]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[βοηθώ]] στην [[εκδίκηση]], συνεπρήξαντο Μενέλεῳ [[τὰς]] Ἑλένης ἁρπαγάς, σε Ηρόδ.
}}
}}