Anonymous

συμπράσσω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]] ή [[βοηθώ]], [[συνεργώ]] να γίνει [[κάτι]], <i>τί τινι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· [[συμπράσσω]] τινὶ [[τἀγαθά]], [[βοηθώ]] κάποιον να προμηθευτεί ό,τι είναι καλό, σε Αριστ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, σε Σοφ.· [[συμπράττω]] εἰρήνην, [[βοηθώ]] στις διαπραγματεύσεις για ειρηνευτική [[συμφωνία]], σε Ξεν.· με δοτ. προσ. μόνον, [[ενεργώ]] από κοινού, [[συνεργάζομαι]] με, <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[παρέχω]] [[βοήθεια]], [[συνεργάζομαι]], σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· <i>οἱ ξυμπράσσοντες</i>, σύμμαχοι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σὺν [[κακῶς]] πράσσοντι συμπράσσειν [[κακῶς]], μοιράζομαι τη [[δυστυχία]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[βοηθώ]] στην [[εκδίκηση]], συνεπρήξαντο Μενέλεῳ [[τὰς]] Ἑλένης ἁρπαγάς, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''συμπράσσω:''' Αττ. -ττω, Ιων. -[[πρήσσω]], μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμμετέχω]] σε [[κάτι]] ή [[βοηθώ]], [[συνεργώ]] να γίνει [[κάτι]], <i>τί τινι</i>, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· [[συμπράσσω]] τινὶ [[τἀγαθά]], [[βοηθώ]] κάποιον να προμηθευτεί ό,τι είναι καλό, σε Αριστ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, σε Σοφ.· [[συμπράττω]] εἰρήνην, [[βοηθώ]] στις διαπραγματεύσεις για ειρηνευτική [[συμφωνία]], σε Ξεν.· με δοτ. προσ. μόνον, [[ενεργώ]] από κοινού, [[συνεργάζομαι]] με, <i>τινί</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[παρέχω]] [[βοήθεια]], [[συνεργάζομαι]], σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ.· <i>οἱ ξυμπράσσοντες</i>, σύμμαχοι, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., σὺν [[κακῶς]] πράσσοντι συμπράσσειν [[κακῶς]], μοιράζομαι τη [[δυστυχία]] κάποιου, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[βοηθώ]] στην [[εκδίκηση]], συνεπρήξαντο Μενέλεῳ [[τὰς]] Ἑλένης ἁρπαγάς, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπράσσω:''' атт. [[συμπράττω]], ион. [[συμπρήσσω]]<br /><b class="num">1)</b> содействовать, помогать: σ. τινί τι Aesch., Eur., Arst., τινὶ περί τινος Xen. и τινὶ [[ὑπέρ]] τινος Polyb. помогать кому-л. в чем-л.; σ. εἰρήνην Xen. содействовать заключению мира; μὴ ἑτέρων συμπραττόντων Lys. без посторонней помощи;<br /><b class="num">2)</b> действовать вместе, сотрудничать (τινί Xen.): οἱ συμπράσσοντες Thuc., Xen. члены союза, союзники; σ. (v. l. συμπάσχειν) [[κακῶς]] [[σύν]] τινι Eur. разделять чьи-л. страдания;<br /><b class="num">3)</b> med. совместно мстить, помогать отмщению (ὅσοι συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς Her.).
}}
}}