Anonymous

συντυχία: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α<br /><b>1.</b> [[συζήτηση]], κουβεντολόι<br /><b>2.</b> τυχαία [[σύμπτωση]] γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, [[συγκυρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυχαία [[συνάντηση]]<br /><b>2.</b> [[τόπος]] συνάντησης («[[εκεί]] 'ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά θεριώνε», Ζαμπέλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καλή [ή κακή] [[συντυχία]]» — καλό [ή [[κακό]]] [[συναπάντημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συναναστροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβάν]], [[περιστατικό]]<br /><b>2.</b> α) ευτυχές [[γεγονός]]<br />β) [[δυστύχημα]]<br /><b>3.</b> [[παρέμβαση]], [[μεσολάβηση]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συντυχίαι</i><br />οι περιστάσεις της ζωής<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [τινα] συντυχίαν» <br />α) τυχαία (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) στ' [[αλήθεια]], στην [[πραγματικότητα]], <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συντυχ</i>- του αορ. β' <i>συν</i>-<i>έ</i>-<i>τυχ</i>-<i>οντον [[συντυγχάνω]] μέσω ενός αμάρτυρου <i>συντυχής</i>].
|mltxt=η, ΝΜΑ και συντυχιά Ν, και αττ. τ. ξυντυχία και ιων. τ. συντυχίη Α<br /><b>1.</b> [[συζήτηση]], κουβεντολόι<br /><b>2.</b> τυχαία [[σύμπτωση]] γεγονότων, περιστάσεων ή παραγόντων, [[συγκυρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> τυχαία [[συνάντηση]]<br /><b>2.</b> [[τόπος]] συνάντησης («[[εκεί]] 'ναι λύκωνε φωλιές και συντυχιά θεριώνε», Ζαμπέλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «καλή [ή κακή] [[συντυχία]]» — καλό [ή [[κακό]]] [[συναπάντημα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συναναστροφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμβάν]], [[περιστατικό]]<br /><b>2.</b> α) ευτυχές [[γεγονός]]<br />β) [[δυστύχημα]]<br /><b>3.</b> [[παρέμβαση]], [[μεσολάβηση]]<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συντυχίαι</i><br />οι περιστάσεις της ζωής<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατά]] [τινα] συντυχίαν» <br />α) τυχαία (<b>Ηρόδ.</b>)<br />β) στ' [[αλήθεια]], στην [[πραγματικότητα]], <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συντυχ</i>- του αορ. β' <i>συν</i>-<i>έ</i>-<i>τυχ</i>-<i>οντον [[συντυγχάνω]] μέσω ενός αμάρτυρου <i>συντυχής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συντῠχία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[συντυγχάνω]])·<br /><b class="num">1.</b> τυχαίο [[γεγονός]], [[σύμπτωση]], [[συγκυρία]], [[τύχη]], [[περίσταση]], [[συμβάν]], σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· <i>ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν</i>, σύμφωνα με τις περιστάσεις ή την [[τύχη]] [[κάθε]] πλευράς, σε Θουκ.· <i>κατὰ συντυχίην</i>, κατά [[τύχη]], τυχαία, σε Ηρόδ.· στον πληθ., συγκυρίες της ζωής, περιστάσεις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μερικές φορές, [[ευτυχής]] [[συγκυρία]], [[καλή]] [[τύχη]] ή [[επιτυχία]], σε Πίνδ., Ηρόδ.· [[ατυχής]] [[συγκυρία]], [[ατυχία]], σε Ευρ.
}}
}}