Anonymous

συντυχία: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντῠχία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[συντυγχάνω]])·<br /><b class="num">1.</b> τυχαίο [[γεγονός]], [[σύμπτωση]], [[συγκυρία]], [[τύχη]], [[περίσταση]], [[συμβάν]], σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· <i>ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν</i>, σύμφωνα με τις περιστάσεις ή την [[τύχη]] [[κάθε]] πλευράς, σε Θουκ.· <i>κατὰ συντυχίην</i>, κατά [[τύχη]], τυχαία, σε Ηρόδ.· στον πληθ., συγκυρίες της ζωής, περιστάσεις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μερικές φορές, [[ευτυχής]] [[συγκυρία]], [[καλή]] [[τύχη]] ή [[επιτυχία]], σε Πίνδ., Ηρόδ.· [[ατυχής]] [[συγκυρία]], [[ατυχία]], σε Ευρ.
|lsmtext='''συντῠχία:''' Ιων. -ίη, <i>ἡ</i> ([[συντυγχάνω]])·<br /><b class="num">1.</b> τυχαίο [[γεγονός]], [[σύμπτωση]], [[συγκυρία]], [[τύχη]], [[περίσταση]], [[συμβάν]], σε Σόλωνα, Ηρόδ., Αττ.· <i>ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν</i>, σύμφωνα με τις περιστάσεις ή την [[τύχη]] [[κάθε]] πλευράς, σε Θουκ.· <i>κατὰ συντυχίην</i>, κατά [[τύχη]], τυχαία, σε Ηρόδ.· στον πληθ., συγκυρίες της ζωής, περιστάσεις, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μερικές φορές, [[ευτυχής]] [[συγκυρία]], [[καλή]] [[τύχη]] ή [[επιτυχία]], σε Πίνδ., Ηρόδ.· [[ατυχής]] [[συγκυρία]], [[ατυχία]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''συντῠχία:''' ион. συντῠχίη ἡ<br /><b class="num">1)</b> случай, происшествие, приключение, стечение обстоятельств: ἐρωτικὴ ξ. Thuc. любовное приключение; κατὰ συντυχίην Her. случайно; κατὰ συντυχίαν ἀγαθήν Arph. благодаря счастливой случайности, к счастью; ὡς ἑκάστοις τῆς ξυντυχίας ἔσχεν Thuc. как кому пришлось;<br /><b class="num">2)</b> благоприятное стечение обстоятельств, счастливый случай, удача (συντυχίῃ [[χρησάμενος]] Her.): [[θεῶν]] ἐπὶ συντυχίαις Soph. благодаря ниспосланным богами счастливым обстоятельствам;<br /><b class="num">3)</b> несчастный случай, несчастье, беда: καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι συντυχίαι Eur. следующие друг за другом бедствия; συντυχίᾳ τινὶ [[χρησάμενος]] Plat. став жертвой какого-л. несчастья (ср. 2).
}}
}}