3,274,216
edits
(40) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [[στρέφω]]<br />[[στρέφω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από τον εαυτό του, το [[στρίβω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν [[ὥσπερ]] [[θηρίον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] απότομα<br /><b>3.</b> [[ενώνω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]]<br /><b>4.</b> [[συνάγω]], [[περισυλλέγω]] («συστρέφειν [[αἷμα]] ἐς...», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκληρό, συμπαγές («τὸ ψυχρὸν συστρέφον καὶ συσφίγγον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με τις [[τρίχες]] του κεφαλιού) [[σγουραίνω]]<br /><b>7.</b> (σχετικά με λόγο) [[συμπυκνώνω]] το [[νόημα]], την [[έκφραση]]<br /><b>8.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) (με κακή σημ.) έχω ύφος λόγου περίπλοκο, στρυφνό<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>συστρέφομαι</i><br />α) (για [[σώμα]] στρατιωτών) [[πυκνώνω]], [[σχηματίζω]] [[φάλαγγα]]<br />β) [[συνωμοτώ]] («παρακελευσάμενος [[ὅπως]] ξυστραφέντες και [[κοινή]] βουλευσάμενοι καταλύσουσι τὸν δῆμον», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) (για σωματικό [[υγρό]]) συγκεντρώνομαι στο ίδιο [[σημείο]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «συνεστραμμένη [[χείρ]]» — [[γροθιά]] <b>(Σωρ.)</b><br />β) «[[συστρέφω]] ἑμαυτόν»<br />(για [[σώμα]] στρατιωτών) [[πυκνώνω]] για να επιτεθώ ή να αμυνθώ (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «συστρέφειν ἐπὶ [[δόρυ]]» — [[στρέφω]] [[προς]] τα [[δεξιά]] (<b>Ξεν.</b>)<br />δ) «συνεστραμμένα ξύλα» — ξύλα με κόμβους <b>(Θεόφρ.)</b><br />ε) «πῡρ συνεστραμμένον» — [[φωτιά]] που δεν βγάζει καπνό <b>(Επίκ.)</b><br />στ) «συστρέψας [[γράφω]]» — [[γράφω]] εν [[συντομία]] <b>(Αισχίν.)</b><br />ζ) «[[συστρέφω]] τὸν αὐχένα» — [[στριφογυρίζω]] προσπαθώντας να ελευθερωθώ <b>(Εύπ.)</b>. | |mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυστρέφω Α [[στρέφω]]<br />[[στρέφω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από τον εαυτό του, το [[στρίβω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώο) μαζεύομαι για να πηδήσω ή να επιτεθώ («συστρέφει ἑαυτὸν [[ὥσπερ]] [[θηρίον]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] απότομα<br /><b>3.</b> [[ενώνω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]]<br /><b>4.</b> [[συνάγω]], [[περισυλλέγω]] («συστρέφειν [[αἷμα]] ἐς...», Ιπποκρ.)<br /><b>5.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σκληρό, συμπαγές («τὸ ψυχρὸν συστρέφον καὶ συσφίγγον», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με τις [[τρίχες]] του κεφαλιού) [[σγουραίνω]]<br /><b>7.</b> (σχετικά με λόγο) [[συμπυκνώνω]] το [[νόημα]], την [[έκφραση]]<br /><b>8.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) (με κακή σημ.) έχω ύφος λόγου περίπλοκο, στρυφνό<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>συστρέφομαι</i><br />α) (για [[σώμα]] στρατιωτών) [[πυκνώνω]], [[σχηματίζω]] [[φάλαγγα]]<br />β) [[συνωμοτώ]] («παρακελευσάμενος [[ὅπως]] ξυστραφέντες και [[κοινή]] βουλευσάμενοι καταλύσουσι τὸν δῆμον», <b>Θουκ.</b>)<br />γ) (για σωματικό [[υγρό]]) συγκεντρώνομαι στο ίδιο [[σημείο]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «συνεστραμμένη [[χείρ]]» — [[γροθιά]] <b>(Σωρ.)</b><br />β) «[[συστρέφω]] ἑμαυτόν»<br />(για [[σώμα]] στρατιωτών) [[πυκνώνω]] για να επιτεθώ ή να αμυνθώ (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «συστρέφειν ἐπὶ [[δόρυ]]» — [[στρέφω]] [[προς]] τα [[δεξιά]] (<b>Ξεν.</b>)<br />δ) «συνεστραμμένα ξύλα» — ξύλα με κόμβους <b>(Θεόφρ.)</b><br />ε) «πῡρ συνεστραμμένον» — [[φωτιά]] που δεν βγάζει καπνό <b>(Επίκ.)</b><br />στ) «συστρέψας [[γράφω]]» — [[γράφω]] εν [[συντομία]] <b>(Αισχίν.)</b><br />ζ) «[[συστρέφω]] τὸν αὐχένα» — [[στριφογυρίζω]] προσπαθώντας να ελευθερωθώ <b>(Εύπ.)</b>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στριφογυρίζω]], κάνω [[κουβάρι]], Λατ. conglobare· λέγεται για θηρία, συσπειρώνομαι, μαζεύομαι [[πριν]] χυμήξω ή ορμήξω, σε Πλάτ.· λέγεται για στρατιώτες, συστρέφουσι [[ἑωυτούς]], συσπειρώνονται, πυκνώνουν τις τάξεις τους, συσσωματώνονται, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>συστραφέντες</i>, συνενωμένοι σε [[σώμα]], συσσωματωμένοι, σύσσωμοι, σε συμπαγές [[σώμα]], στον ίδ.· ἐπὶ [[πεντήκοντα]] ἀσπίδων συνεστραμμένοι [[ἦσαν]], σχημάτισαν [[φάλαγγα]] βάθους [[πενήντα]] [[ανδρών]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για στρατιώτες επίσης, <i>συστρέφειν ἐπὶδόρυ</i>, τους [[στρέφω]] προς τα [[δεξιά]], στον ίδ.· [[συστρέφω]] τὸν ἵππον, τον [[στρέφω]] απότομα, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[σχηματίζω]] οργανικό [[σύνολο]], [[συνάπτω]], [[ενώνω]], σε Ηρόδ. — Παθ., ενώνομαι, [[συνδέομαι]], [[αποτελώ]] σύλλογο ή σύνδεσμο, [[συνωμοτώ]], σε Θουκ., Αισχίν.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για προτάσεις, αφηγήσεις και άλλα παρόμοια, [[συμπυκνώνω]], [[συμπιέζω]], σε Αριστ.· απόλ. <i>συστρέψας γράφει</i>, γράφει βραχυλογικά, λακωνικά, με [[συντομία]], σε Αισχίν. — Παθ., [[ῥῆμα]] βραχὺ καὶ συνεστραμμένον, σύντομο και νευρώδες [[σχόλιο]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |