3,256,952
edits
(6) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στριφογυρίζω]], κάνω [[κουβάρι]], Λατ. conglobare· λέγεται για θηρία, συσπειρώνομαι, μαζεύομαι [[πριν]] χυμήξω ή ορμήξω, σε Πλάτ.· λέγεται για στρατιώτες, συστρέφουσι [[ἑωυτούς]], συσπειρώνονται, πυκνώνουν τις τάξεις τους, συσσωματώνονται, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>συστραφέντες</i>, συνενωμένοι σε [[σώμα]], συσσωματωμένοι, σύσσωμοι, σε συμπαγές [[σώμα]], στον ίδ.· ἐπὶ [[πεντήκοντα]] ἀσπίδων συνεστραμμένοι [[ἦσαν]], σχημάτισαν [[φάλαγγα]] βάθους [[πενήντα]] [[ανδρών]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για στρατιώτες επίσης, <i>συστρέφειν ἐπὶδόρυ</i>, τους [[στρέφω]] προς τα [[δεξιά]], στον ίδ.· [[συστρέφω]] τὸν ἵππον, τον [[στρέφω]] απότομα, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[σχηματίζω]] οργανικό [[σύνολο]], [[συνάπτω]], [[ενώνω]], σε Ηρόδ. — Παθ., ενώνομαι, [[συνδέομαι]], [[αποτελώ]] σύλλογο ή σύνδεσμο, [[συνωμοτώ]], σε Θουκ., Αισχίν.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για προτάσεις, αφηγήσεις και άλλα παρόμοια, [[συμπυκνώνω]], [[συμπιέζω]], σε Αριστ.· απόλ. <i>συστρέψας γράφει</i>, γράφει βραχυλογικά, λακωνικά, με [[συντομία]], σε Αισχίν. — Παθ., [[ῥῆμα]] βραχὺ καὶ συνεστραμμένον, σύντομο και νευρώδες [[σχόλιο]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''συστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στριφογυρίζω]], κάνω [[κουβάρι]], Λατ. conglobare· λέγεται για θηρία, συσπειρώνομαι, μαζεύομαι [[πριν]] χυμήξω ή ορμήξω, σε Πλάτ.· λέγεται για στρατιώτες, συστρέφουσι [[ἑωυτούς]], συσπειρώνονται, πυκνώνουν τις τάξεις τους, συσσωματώνονται, σε Ηρόδ. — Παθ., <i>συστραφέντες</i>, συνενωμένοι σε [[σώμα]], συσσωματωμένοι, σύσσωμοι, σε συμπαγές [[σώμα]], στον ίδ.· ἐπὶ [[πεντήκοντα]] ἀσπίδων συνεστραμμένοι [[ἦσαν]], σχημάτισαν [[φάλαγγα]] βάθους [[πενήντα]] [[ανδρών]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για στρατιώτες επίσης, <i>συστρέφειν ἐπὶδόρυ</i>, τους [[στρέφω]] προς τα [[δεξιά]], στον ίδ.· [[συστρέφω]] τὸν ἵππον, τον [[στρέφω]] απότομα, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> [[σχηματίζω]] οργανικό [[σύνολο]], [[συνάπτω]], [[ενώνω]], σε Ηρόδ. — Παθ., ενώνομαι, [[συνδέομαι]], [[αποτελώ]] σύλλογο ή σύνδεσμο, [[συνωμοτώ]], σε Θουκ., Αισχίν.<br /><b class="num">IV.</b> λέγεται για προτάσεις, αφηγήσεις και άλλα παρόμοια, [[συμπυκνώνω]], [[συμπιέζω]], σε Αριστ.· απόλ. <i>συστρέψας γράφει</i>, γράφει βραχυλογικά, λακωνικά, με [[συντομία]], σε Αισχίν. — Παθ., [[ῥῆμα]] βραχὺ καὶ συνεστραμμένον, σύντομο και νευρώδες [[σχόλιο]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συ-στρέφω, Att. ook ξυστρέφω act. met acc. ( causat. ) ineen (doen) draaien, samenbuigen, samenballen:; σ. ἑαυτόν zich samenballen, d.w.z. ineenduiken Plat. Resp. 336b; milit. concentreren, dicht op elkaar opstellen:; σ. ἑωυτούς dicht op elkaar gaan staan, de gelederen sluiten Hdt. 9.18.1; ret. compact maken, bondig formuleren; pass.. ῥῆμα … βραχὺ καὶ συνεστραμμένον een korte en bondig geformuleerde uitspraak Plat. Prot. 342e. samenbrengen, verenigen:; τὸ Μηδικὸν ἔθνος συνέστρεψε hij verenigde het volk van de Meden Hdt. 1.101; van zaken verzamelen:. φρυγάνων πλῆθος een bos dor hout NT Act. Ap. 28.3. (doen) ronddraaien, (doen) keren:. σ. τὸν ἵππον zijn paard keren Plut. Pyrrh. 16.15. pass. intrans. met aor. συνεστράφην dicht op elkaar gaan staan, de gelederen sluiten:. οὐκ ἔλαττον ἢ ἐπὶ πεντήκοντα ἀσπίδων συνεστραμμένοι ἦσαν (zij) stonden opgesteld in een gesloten formatie van niet minder dan vijftig schilden (d.w.z. man) diep Xen. Hell. 6.4.12; ξ. ἐν σφίσιν αὐτοῖς onderling dicht op elkaar gaan staan Thuc. 2.4.1. bijeenkomen, samenkomen, zich verenigen, zich groeperen, m. n. milit.:; συστραφέντες … οἱ στρατηγοὶ τῶν Περσέων καὶ ἓν ποιήσαντες στρατόπεδον nadat de generaals van de Perzen zich hadden verenigd en één (gemeenschappelijk) legerkamp hadden gemaakt Hdt. 6.6; geneesk. zich verzamelen, zich ophopen; van gezwellen zich vormen, ontstaan. | |||
}} | }} |