Anonymous

συσπαράσσω: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. συσπαράττω Α<br />[[σχίζω]] σε κομμάτια («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ [[δαιμόνιον]] καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ).
|mltxt=και αττ. τ. συσπαράττω Α<br />[[σχίζω]] σε κομμάτια («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ [[δαιμόνιον]] καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συσπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατακομματιάζω]], [[κατακόβω]], [[καταξεσχίζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}