Anonymous

συσπαράσσω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατακομματιάζω]], [[κατακόβω]], [[καταξεσχίζω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συσπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατακομματιάζω]], [[κατακόβω]], [[καταξεσχίζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''συσπαράσσω:''' растерзывать ([[ῥῆξαι]] καὶ συσπαράξαι τινά NT).
}}
}}