3,273,156
edits
(40) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[σωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σώμα]], <i>σώματος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο [[σώμα]] (α. «σωματική [[διάπλαση]]» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ.<br />γ. «πόνοι σωματικοί», <b>επιγρ.</b><br />δ. «σωματικὰ ἔργα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σωματική, υλική [[υπόσταση]] (α. «η σωματική [[παρουσία]] του Θεού» β. «καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει», ΚΔ.)<br /><b>3.</b> [[σχετικός]] με τις επιθυμίες του σώματος, [[ιδίως]] τις σεξουαλικές (α. «[[σωματικός]] [[έρωτας]]» β. «λῡσον... τοῡ ψυχικοῡ καὶ σωματικοῡ ἁμαρτήματος», Ευχολ.<br />γ. «σωφρονήσαι ἀπὸ σωματικῆς ἁμαρτίας», Μαλάλ. Ι.<br />δ. «σωματικαὶ ἡδοναί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σωματική [[αγωγή]]» — το [[σύνολο]] τών σωματικών και αθλητικών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν σε παιδευτικούς σκοπούς, αλλ. [[φυσική]] [[αγωγή]]<br />β) «σωματική βία»<br /><b>(νομ.)</b> η [[κατά]] του σώματος ασκούμενη [[φυσική]] [[δύναμη]] με σκοπό την [[εξουδετέρωση]] της προβαλλόμενης ή της αναμενόμενης αντίστασης του προσώπου [[εναντίον]] του οποίου ασκείται<br />γ) «σωματική [[βλάβη]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[κάθε]] μη ηθελημένη σωματική [[κάκωση]] ή [[επέμβαση]] στην εξωτερική [[εμφάνιση]] του ατόμου<br />δ) «σωματική [[έρευνα]]»<br />(ποιν. δίκ.) ανακριτική [[πράξη]] την οποία [[είναι]] δυνατόν να ενεργήσει [[οποιοσδήποτε]] [[ανακριτικός]] [[υπάλληλος]], όταν από τον αρμόδιο εισαγγελέα έχει διαταχθεί [[ανάκριση]] ή [[προανάκριση]] για [[κακούργημα]] ή [[πλημμέλημα]]<br />ε) «σωματική [[ιδιοσυστασία]] του ανθρώπου»<br />(ανατ.-ανθρωπολ.) το [[σύνολο]] τών μορφολογικών χαρακτηριστικών ενός ανθρώπου<br />στ) «σωματικά κύτταρα»<br /><b>βιολ.</b> τα κύτταρα του σώματος ενός οργανισμού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα γεννητικά κύτταρα<br />ζ) «γενετική σωματικών κυττάρων»<br /><b>βιολ.</b> γενετικές μελέτες σε καλλιέργειες σωματικών κυττάρων, όπως [[είναι]] η [[παρασκευή]] κυτταρικών υβριδίων με [[συγχώνευση]] και άλλες τεχνικές<br />η) «σωματκός [[αριθμός]]»<br /><b>βιολ.</b> ο [[βασικός]], [[συνήθως]] διπλοειδής, [[αριθμός]] χρωματοσωμάτων που απαντούν στα σωματικά κύτταρα<br />θ) «σωματική [[μετάλλαξη]]»<br /><b>βιολ.</b> γενετική [[αλλαγή]] που συμβαίνει [[κατά]] τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε ένα [[άτομο]] και έχει ως [[αποτέλεσμα]] την [[τροποποίηση]] του κληρονομικού του υλικού<br />ι) «[[σωματικός]] [[διαχωρισμός]]»<br /><b>βιολ.</b> [[άνισος]] [[διαχωρισμός]] τών οργανιδικών γονιδίων που προήλθαν από τον μητρικό και τον πατρικό οργανισμό σε διαφορετικούς ιστούς του ίδιου οργανισμού<br />ια) «εξωδεκτικές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από την [[περιφέρεια]] [[προς]] τον νωτιαίο μυελό και τών οποίων τα κυτταρικά σώματα βρίσκονται στα ραχιαία γάγγλια<br />ιβ) «προσαγωγές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα, [[εκτός]] του κεφαλιού, οι οποίες αναφέρονται σε εξωτερικά ερεθίσματα<br />ιγ) «σωματικά συμπτώματα»<br /><b>ιατρ.</b> συμπτώματα ψυχικών νόσων που εκδηλώνονται στις σωματικές λειτουργίες, αλλ. ψυχοσωματικά<br />ιδ) «σωματική [[ποινή]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ποινή]] που πλήττει το [[σώμα]] του καταδίκου, όπως [[είναι]] ο ξυλοδαρμός, η [[μαστίγωση]], ο [[ακρωτηριασμός]]<br />ιε) «σωματικό [[σχήμα]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[εικόνα]] που έχει ένα [[άτομο]] για το [[σώμα]] του<br />ιστ) «σωματικές τροποποιήσεις και ακρωτηριασμοί»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) εσκεμμένες μόνιμες ή ημιμόνιμες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο ανθρώπινο [[σώμα]] ατόμων εν ζωή για θρησκευτικούς, αισθητικούς ή κοινωνικούς λόγους<br /><b>μσν.</b><br />[[στερεός]] («τὰ σωματικὰ τοῡ κόσμου στοιχεῑα», Ειρην.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στα γήινα, στα εφήμερα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά και τα αιώνια («[[ὑπεράνω]] μὲν τῶν αἰσθητῶν καὶ πάσης σωματικῆς φαντασίας γινόμενος, πρὸς δὲ τὰ ἐν οὐρανοῑς θεῑα καὶ νοητά τῇ δυνάμει τοῡ νοῡ συναπτόμενος», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που σκέπτεται με την κοσμική, τη γήινη [[λογική]] (α. «ὁ σωματικὸς [[θεολόγος]]», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «τοῑς σωματικοῑς Ιουδαίοις», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[συγκεκριμένος]], [[φυσικός]] («ἐὰν λάβῃς τὰς φυλὰς ταύτας σωματικὰς... ποῡ ιβ' χιλιάδας εὕροις;» Ωριγ.)<br /><b>4.</b> [[εξωτερικός]], [[τυπικός]], [[τυπολατρικός]] («τὴν παραίτησιν τῆς κατὰ τὸν Μωυσέως νόμον σωματικωτέρας λατρείας διδάσκει», Ευσ.)<br /><b>5.</b> ο [[κατά]] λέξιν, [[κυριολεκτικός]] («τῆς σωματικής τῶν ὀνομάτων ἐμφάσεως», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σωματικά</i><br />τα γήινα, τα εφήμερα, τα ανθρώπινα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά, [[προς]] τα αιώνια («διὰ τῶν σωματικῶν αὐτοὺς ἐστὶ τὰ πνευματικά ποδηγεῑ», Θεοδωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει ένα [[σώμα]], που αποτελεί [[σύνολο]] («αἱ [[σποράδην]] καὶ οὐ σωματικαὶ ζητήσεις», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά σωματικά</i><br />οι σαρκικές επιθυμίες, ο [[ερωτικός]] [[πόθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματικώς</i> / <i>σωματικῶς</i> ΝΜΑ και <i>σωματικά</i> Ν<br /><b>1.</b> ως [[προς]] το [[σώμα]], σε [[αναφορά]] [[προς]] το [[σώμα]]<br /><b>2.</b> με σωματική [[υπόσταση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με σωματική [[μορφή]], με υλικό τρόπο (α. «εικονίζουν τους αγγέλους σωματικά» β. «σωματικώς, ὡς εικόνισε Μωϋσῆς τὰ χερουβὶμ καὶ ὡς ἑωράθησαν τοῑς ἀξίοις», Ιωάνν. Δαμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> μέσω του σώματος («μὴ ἐνεργούσης ἔτι σωματικῶς τῆς ψυχῆς», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιώντας όρους που αναφέρονται στο [[σώμα]] («μὴ [[τοίνυν]] διὰ τὰ σωματικῶς περὶ τοῡ θεοῡ λεγόμενα, ὡς ἐχώρουν οἱ παλαιοί, [[σῶμα]] τὸν Θεὸν νομίζομεν», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> σχετικά με την ευχαριστιακή, μυστηριακή [[ένωση]] του πιστού με τον Χριστό («γίνεται μὲν γὰρ ἐν ἡμῑν ὁ [[υἱός]], σωματικῶς μὲν ὡς [[ἄνθρωπος]], συνανακιρνάμενός τε καὶ συνενούμενος δι' εύλογίας τῆς μυστικῆς», Κύρ.)<br /><b>4.</b> [[κατά]] λέξιν, στην [[κυριολεξία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το βαθύτερο [[νόημα]] («ἀληθεύειν σωματικῶς ἅμα καὶ πνευματικῶς», Ωριγ.) | |mltxt=-ή, -ό / [[σωματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σώμα]], <i>σώματος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στο [[σώμα]] (α. «σωματική [[διάπλαση]]» β. «σωματικαὶ ἐργασίαι», πάπ.<br />γ. «πόνοι σωματικοί», <b>επιγρ.</b><br />δ. «σωματικὰ ἔργα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει σωματική, υλική [[υπόσταση]] (α. «η σωματική [[παρουσία]] του Θεού» β. «καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῡμα τὸ Ἅγιον σωματικῷ εἴδει», ΚΔ.)<br /><b>3.</b> [[σχετικός]] με τις επιθυμίες του σώματος, [[ιδίως]] τις σεξουαλικές (α. «[[σωματικός]] [[έρωτας]]» β. «λῡσον... τοῡ ψυχικοῡ καὶ σωματικοῡ ἁμαρτήματος», Ευχολ.<br />γ. «σωφρονήσαι ἀπὸ σωματικῆς ἁμαρτίας», Μαλάλ. Ι.<br />δ. «σωματικαὶ ἡδοναί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σωματική [[αγωγή]]» — το [[σύνολο]] τών σωματικών και αθλητικών δραστηριοτήτων που αποσκοπούν σε παιδευτικούς σκοπούς, αλλ. [[φυσική]] [[αγωγή]]<br />β) «σωματική βία»<br /><b>(νομ.)</b> η [[κατά]] του σώματος ασκούμενη [[φυσική]] [[δύναμη]] με σκοπό την [[εξουδετέρωση]] της προβαλλόμενης ή της αναμενόμενης αντίστασης του προσώπου [[εναντίον]] του οποίου ασκείται<br />γ) «σωματική [[βλάβη]]»<br />(ποιν. δίκ.) [[κάθε]] μη ηθελημένη σωματική [[κάκωση]] ή [[επέμβαση]] στην εξωτερική [[εμφάνιση]] του ατόμου<br />δ) «σωματική [[έρευνα]]»<br />(ποιν. δίκ.) ανακριτική [[πράξη]] την οποία [[είναι]] δυνατόν να ενεργήσει [[οποιοσδήποτε]] [[ανακριτικός]] [[υπάλληλος]], όταν από τον αρμόδιο εισαγγελέα έχει διαταχθεί [[ανάκριση]] ή [[προανάκριση]] για [[κακούργημα]] ή [[πλημμέλημα]]<br />ε) «σωματική [[ιδιοσυστασία]] του ανθρώπου»<br />(ανατ.-ανθρωπολ.) το [[σύνολο]] τών μορφολογικών χαρακτηριστικών ενός ανθρώπου<br />στ) «σωματικά κύτταρα»<br /><b>βιολ.</b> τα κύτταρα του σώματος ενός οργανισμού, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα γεννητικά κύτταρα<br />ζ) «γενετική σωματικών κυττάρων»<br /><b>βιολ.</b> γενετικές μελέτες σε καλλιέργειες σωματικών κυττάρων, όπως [[είναι]] η [[παρασκευή]] κυτταρικών υβριδίων με [[συγχώνευση]] και άλλες τεχνικές<br />η) «σωματκός [[αριθμός]]»<br /><b>βιολ.</b> ο [[βασικός]], [[συνήθως]] διπλοειδής, [[αριθμός]] χρωματοσωμάτων που απαντούν στα σωματικά κύτταρα<br />θ) «σωματική [[μετάλλαξη]]»<br /><b>βιολ.</b> γενετική [[αλλαγή]] που συμβαίνει [[κατά]] τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό σε ένα [[άτομο]] και έχει ως [[αποτέλεσμα]] την [[τροποποίηση]] του κληρονομικού του υλικού<br />ι) «[[σωματικός]] [[διαχωρισμός]]»<br /><b>βιολ.</b> [[άνισος]] [[διαχωρισμός]] τών οργανιδικών γονιδίων που προήλθαν από τον μητρικό και τον πατρικό οργανισμό σε διαφορετικούς ιστούς του ίδιου οργανισμού<br />ια) «εξωδεκτικές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από την [[περιφέρεια]] [[προς]] τον νωτιαίο μυελό και τών οποίων τα κυτταρικά σώματα βρίσκονται στα ραχιαία γάγγλια<br />ιβ) «προσαγωγές σωματικές αισθητήριες ίνες»<br /><b>βιολ.</b> νευρικές ίνες που μεταφέρουν πληροφορίες από τα αισθητήρια όργανα, [[εκτός]] του κεφαλιού, οι οποίες αναφέρονται σε εξωτερικά ερεθίσματα<br />ιγ) «σωματικά συμπτώματα»<br /><b>ιατρ.</b> συμπτώματα ψυχικών νόσων που εκδηλώνονται στις σωματικές λειτουργίες, αλλ. ψυχοσωματικά<br />ιδ) «σωματική [[ποινή]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ποινή]] που πλήττει το [[σώμα]] του καταδίκου, όπως [[είναι]] ο ξυλοδαρμός, η [[μαστίγωση]], ο [[ακρωτηριασμός]]<br />ιε) «σωματικό [[σχήμα]]»<br /><b>(ψυχολ.)</b> η [[εικόνα]] που έχει ένα [[άτομο]] για το [[σώμα]] του<br />ιστ) «σωματικές τροποποιήσεις και ακρωτηριασμοί»<br />(κοινων.-ανθρωπολ.) εσκεμμένες μόνιμες ή ημιμόνιμες τροποποιήσεις που πραγματοποιούνται στο ανθρώπινο [[σώμα]] ατόμων εν ζωή για θρησκευτικούς, αισθητικούς ή κοινωνικούς λόγους<br /><b>μσν.</b><br />[[στερεός]] («τὰ σωματικὰ τοῡ κόσμου στοιχεῑα», Ειρην.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στα γήινα, στα εφήμερα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά και τα αιώνια («[[ὑπεράνω]] μὲν τῶν αἰσθητῶν καὶ πάσης σωματικῆς φαντασίας γινόμενος, πρὸς δὲ τὰ ἐν οὐρανοῑς θεῑα καὶ νοητά τῇ δυνάμει τοῡ νοῡ συναπτόμενος», Αθανάσ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που σκέπτεται με την κοσμική, τη γήινη [[λογική]] (α. «ὁ σωματικὸς [[θεολόγος]]», Γρηγ. Νύσσ.<br />β. «τοῑς σωματικοῑς Ιουδαίοις», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> [[συγκεκριμένος]], [[φυσικός]] («ἐὰν λάβῃς τὰς φυλὰς ταύτας σωματικὰς... ποῡ ιβ' χιλιάδας εὕροις;» Ωριγ.)<br /><b>4.</b> [[εξωτερικός]], [[τυπικός]], [[τυπολατρικός]] («τὴν παραίτησιν τῆς κατὰ τὸν Μωυσέως νόμον σωματικωτέρας λατρείας διδάσκει», Ευσ.)<br /><b>5.</b> ο [[κατά]] λέξιν, [[κυριολεκτικός]] («τῆς σωματικής τῶν ὀνομάτων ἐμφάσεως», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σωματικά</i><br />τα γήινα, τα εφήμερα, τα ανθρώπινα, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πνευματικά, [[προς]] τα αιώνια («διὰ τῶν σωματικῶν αὐτοὺς ἐστὶ τὰ πνευματικά ποδηγεῑ», Θεοδωρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σχηματίζει ένα [[σώμα]], που αποτελεί [[σύνολο]] («αἱ [[σποράδην]] καὶ οὐ σωματικαὶ ζητήσεις», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά σωματικά</i><br />οι σαρκικές επιθυμίες, ο [[ερωτικός]] [[πόθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματικώς</i> / <i>σωματικῶς</i> ΝΜΑ και <i>σωματικά</i> Ν<br /><b>1.</b> ως [[προς]] το [[σώμα]], σε [[αναφορά]] [[προς]] το [[σώμα]]<br /><b>2.</b> με σωματική [[υπόσταση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με σωματική [[μορφή]], με υλικό τρόπο (α. «εικονίζουν τους αγγέλους σωματικά» β. «σωματικώς, ὡς εικόνισε Μωϋσῆς τὰ χερουβὶμ καὶ ὡς ἑωράθησαν τοῑς ἀξίοις», Ιωάνν. Δαμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> μέσω του σώματος («μὴ ἐνεργούσης ἔτι σωματικῶς τῆς ψυχῆς», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>2.</b> χρησιμοποιώντας όρους που αναφέρονται στο [[σώμα]] («μὴ [[τοίνυν]] διὰ τὰ σωματικῶς περὶ τοῡ θεοῡ λεγόμενα, ὡς ἐχώρουν οἱ παλαιοί, [[σῶμα]] τὸν Θεὸν νομίζομεν», Ωριγ.)<br /><b>3.</b> σχετικά με την ευχαριστιακή, μυστηριακή [[ένωση]] του πιστού με τον Χριστό («γίνεται μὲν γὰρ ἐν ἡμῑν ὁ [[υἱός]], σωματικῶς μὲν ὡς [[ἄνθρωπος]], συνανακιρνάμενός τε καὶ συνενούμενος δι' εύλογίας τῆς μυστικῆς», Κύρ.)<br /><b>4.</b> [[κατά]] λέξιν, στην [[κυριολεξία]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το βαθύτερο [[νόημα]] («ἀληθεύειν σωματικῶς ἅμα καὶ πνευματικῶς», Ωριγ.) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σωμᾰτικός:''' -ή, -όν ([[σῶμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο [[σώμα]], αντίθ. προς το [[ψυχικός]], Λατ. [[corporeus]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σωματικός]], δηλ. [[υλικός]], αντίθ. προς το [[ἀσώματος]], σε Αριστ. | |||
}} | }} |