3,274,159
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σωμᾰτικός:''' -ή, -όν ([[σῶμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο [[σώμα]], αντίθ. προς το [[ψυχικός]], Λατ. [[corporeus]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σωματικός]], δηλ. [[υλικός]], αντίθ. προς το [[ἀσώματος]], σε Αριστ. | |lsmtext='''σωμᾰτικός:''' -ή, -όν ([[σῶμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο [[σώμα]], αντίθ. προς το [[ψυχικός]], Λατ. [[corporeus]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σωματικός]], δηλ. [[υλικός]], αντίθ. προς το [[ἀσώματος]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωμᾰτικός:''' <b class="num">1)</b> телесный, плотский, физический (ἔργα, [[ἡδέα]] Arst.; [[ῥώμη]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> вещественный, материальный ([[οὐσία]] Plat.). | |||
}} | }} |