Anonymous

σωματικός: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σωμᾰτικός:''' -ή, -όν ([[σῶμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο [[σώμα]], αντίθ. προς το [[ψυχικός]], Λατ. [[corporeus]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σωματικός]], δηλ. [[υλικός]], αντίθ. προς το [[ἀσώματος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''σωμᾰτικός:''' -ή, -όν ([[σῶμα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο [[σώμα]], αντίθ. προς το [[ψυχικός]], Λατ. [[corporeus]], σε Αριστ.· επίρρ. -[[κῶς]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> [[σωματικός]], δηλ. [[υλικός]], αντίθ. προς το [[ἀσώματος]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''σωμᾰτικός:''' <b class="num">1)</b> телесный, плотский, физический (ἔργα, [[ἡδέα]] Arst.; [[ῥώμη]] Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> вещественный, материальный ([[οὐσία]] Plat.).
}}
}}