Anonymous

τέθμιος: Difference between revisions

From LSJ
6
(40)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[θέσμιος]].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[θέσμιος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τέθμιος:''' -ον ή τέθμια, -ον, Δωρ. αντί [[θέσμιος]], ορισμένος, [[κανονικός]], Λατ. solenins, σε Πίνδ.· <i>τέθμιον</i>, <i>τό</i>, = το επόμ., στον ίδ.
}}
}}