Anonymous

τέθμιος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τέθμιος:''' -ον ή τέθμια, -ον, Δωρ. αντί [[θέσμιος]], ορισμένος, [[κανονικός]], Λατ. solenins, σε Πίνδ.· <i>τέθμιον</i>, <i>τό</i>, = το επόμ., στον ίδ.
|lsmtext='''τέθμιος:''' -ον ή τέθμια, -ον, Δωρ. αντί [[θέσμιος]], ορισμένος, [[κανονικός]], Λατ. solenins, σε Πίνδ.· <i>τέθμιον</i>, <i>τό</i>, = το επόμ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τέθμιος:''' дор. (= [[θέσμιος]]) установленный, (обще)принятый ([[ἑορτά]] Pind.).
}}
}}