Anonymous

τιμωρία: Difference between revisions

From LSJ
6
(41)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. τιμωρίη Α [[τιμωρός]]<br /><b>1.</b> [[ανταπόδοση]] κακού, [[εκδίκηση]]<br /><b>2.</b> [[ποινή]] που επιβάλλεται από την [[πολιτεία]] για [[πράξη]] που θίγει τους νόμους<br /><b>3.</b> η [[θεία]] [[δίκη]] που πλήττει αυτόν ο [[οποίος]] παρέβη τους γραπτούς και, [[κυρίως]] τους άγραφους κανόνες του δικαίου ή της ηθικής<br /><b>4.</b> [[ταλαιπωρία]], [[βάσανο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάκωση]] ή [[καταναγκασμός]] που επιβάλλεται για αξιόπεμπτη [[πράξη]] («του έβαλε [[τιμωρία]] ο [[δάσκαλος]] να γράψει [[πέντε]] φορές το [[μάθημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[συνδρομή]]<br /><b>2.</b> ιατρική [[περίθαλψη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιοῡμαι [ή [[λαμβάνω]]] τιμωρίαν» και «τιμωρίας [[τυγχάνω]]» — εκδικούμαι (<b>Θουκ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />β) «τιμωρίαν δίδωμί τινι» — [[παρέχω]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] της εκδίκησης (<b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=η, ΝΜΑ, ιων. τ. τιμωρίη Α [[τιμωρός]]<br /><b>1.</b> [[ανταπόδοση]] κακού, [[εκδίκηση]]<br /><b>2.</b> [[ποινή]] που επιβάλλεται από την [[πολιτεία]] για [[πράξη]] που θίγει τους νόμους<br /><b>3.</b> η [[θεία]] [[δίκη]] που πλήττει αυτόν ο [[οποίος]] παρέβη τους γραπτούς και, [[κυρίως]] τους άγραφους κανόνες του δικαίου ή της ηθικής<br /><b>4.</b> [[ταλαιπωρία]], [[βάσανο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάκωση]] ή [[καταναγκασμός]] που επιβάλλεται για αξιόπεμπτη [[πράξη]] («του έβαλε [[τιμωρία]] ο [[δάσκαλος]] να γράψει [[πέντε]] φορές το [[μάθημα]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοήθεια]], [[συνδρομή]]<br /><b>2.</b> ιατρική [[περίθαλψη]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ποιοῡμαι [ή [[λαμβάνω]]] τιμωρίαν» και «τιμωρίας [[τυγχάνω]]» — εκδικούμαι (<b>Θουκ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />β) «τιμωρίαν δίδωμί τινι» — [[παρέχω]] σε κάποιον το [[δικαίωμα]] της εκδίκησης (<b>Δημοσθ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῑμωρία:''' Ιων. [[τιμωρίη]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]], [[συνδρομή]], σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[βοήθεια]] προς κάποιον που έχει αδικηθεί, [[ανταπόδοση]], [[εκδίκηση]], [[τιμωρία]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· πατρὸς [[τιμωρία]], [[εκδίκηση]] για τον [[πατέρα]], σε Ευρ.· <i>ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ τιμωρίᾳ</i>, με σκοπό να μας τιμωρήσουν, σε Θουκ.· <i>ποιεῖσθαι τιμωρίαν</i>, να εκτελείς [[εκδίκηση]], σε Δημ.· τιμωρίαν [[εὑρεῖν]] τινος, βρίσκει [[εκδίκηση]] από το [[χέρι]] του, σε Αισχύλ.· τα <i>τιμωρίαν λαμβάνειν</i>, <i>τιμωρίας τυγχάνειν</i>, χρησιμοποιούνται και από τον εκδικητή και από αυτόν [[εναντίον]] του οποίου στρέφεται η [[τιμωρία]], σε Πλάτ., Θουκ.· στον πληθ., ποινές, τιμωρίες, σε Πλάτ.
}}
}}